Ομιλία Θέμη Κοτσιφάκη στην επιτροπή μορφωτικών υποθέσεων της Βουλής



ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΝΣΧ ΓΙΑ την 
«Αρχή Διασφάλισης Ποιότητας στην Εκπαίδευση»

Κυρίες και κύριοι βουλευτές
Δραματικές είναι οι επιπτώσεις της πολιτικής των μνημονίων που ασκείται στη χώρα μας και στην εκπαίδευση:
Οι δαπάνες μειώθηκαν κατά 33% (2009-2013), μείωση που θα φτάσει το 47% το 2016.
Τα σχολεία δεν έχουν χρήματα για τις στοιχειώδεις ανάγκες τους.
Οι γονείς καλούνται όλο και περισσότερο να βάζουν το χέρι στη τσέπη και από το υστέρημά τους (όταν υπάρχει) για να συμβάλλουν στις ανάγκες των σχολείων.
Έχουμε συγχωνεύσεις / καταργήσεις σχολείων και υποστηρικτικών εκπαιδευτικών δομών,   κατάργηση βιβλιοθηκών, κατάργηση προγραμμάτων στήριξης των μαθητών κ.λπ.
Ο αριθμός των εκπαιδευτικών μειώθηκε κατά 15,2% (2010-2012) και παράλληλα απολύονται οι αναπληρωτές με μείωσή τους κατά 87%, από το 2010. Εφέτος είναι η πρώτη φορά που θα τελειώσει η σχολική χρονιά με σοβαρότατα κενά (32.000 ώρες την εβδομάδα χωρίς εκπαιδευτικούς στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση).
Οι εκπαιδευτικοί εξαθλιώνονται με μισθούς 600 ευρώ ενώ οι μειώσεις των μισθών μας έφτασαν ακόμα και στο 45%. Αυστηροποιήθηκε το πειθαρχικό δίκαιο με αποτέλεσμα να παραπέμπεται ο εκπαιδευτικός για το παραμικρό στα πειθαρχικά συμβούλια και με την παραπομπή του αυτή, πριν ακόμα κριθεί η υπόθεση,  να τίθεται αυτόματα σε αργία!
Η σχεδιαζόμενη αύξηση του διδακτικού ωραρίου των εκπαιδευτικών, οι υποχρεωτικές μετακινήσεις και μεταθέσεις, η αύξηση του αριθμού των μαθητών στην τάξη και οι νέες συγχωνεύσεις τμημάτων και σχολείων θα επιφέρουν, εκτός του αυξημένου εργασιακού φόρτου, ανακατανομή των οργανικών θέσεων σε όλη τη χώρα. Υπάρχουν εκπαιδευτικοί που διδάσκουν και μετακινούνται ακόμα και σε 6 σχολεία και από το ένα χωριό στο άλλο διανύοντας ατέλειωτα χιλιόμετρα!

Αυτά έχουν σοβαρές επιπτώσεις όχι μόνο στις εργασιακές σχέσεις και στην οικογενειακή ζωή των εκπαιδευτικών, αλλά και στην ίδια την εκπαιδευτική διαδικασία.

Σε αυτή την κατάσταση στην εκπαίδευση, το νομοσχέδιο για την «Αρχή Διασφάλισης Ποιότητας στην Εκπαίδευση»,  το σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος για την «Αξιολόγηση των εκπαιδευτικών», ο ν. 4024/11, ο ν.3848/10, το νέο πειθαρχικό δίκαιο και η έκθεση του ΟΟΣΑ για την Ελληνική εκπαίδευση (2011) που παράγγειλε και πλήρωσε αδρά το Υπ.Παιδείας, συνιστούν ένα πλαίσιο με το οποίο συνδέεται απόλυτα η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών με τη μισθολογική και βαθμολογική τους εξέλιξη αλλά και με τις απολύσεις εκπαιδευτικών. 
Είναι εμφανές πως η κυβέρνηση και η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, προωθώντας αυτή την πολιτική, έχουν κηρύξει τον πόλεμο στους εκπαιδευτικούς.
            Μαζί με την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών σχεδιάζεται και η προωθούμενη αξιολόγηση ή αυτοαξιολόγηση των σχολείων, που θα οδηγήσει στην κατηγοριοποίηση  και την υποβάθμισή τους και τελικά στο κλείσιμο αρκετών από αυτά. Το σχέδιο της αξιολόγησης συνδέεται άμεσα με το νέο σχολείο του ανταγωνισμού, της φτηνής κατάρτισης, της αποσπασματικής και επιφανειακής γνώσης και των δεξιοτήτων που θέλουν να δημιουργήσουν. Η λεγόμενη αυτοαξιολόγηση των σχολείων συνδέεται με την εξωτερική αξιολόγησή τους και την ατομική αξιολόγηση του εκπαιδευτικού. Όπως αναφέρεται στην έκθεση ΟΟΣΑ (σελ. 67), «η αυτοαξιολόγηση πρέπει να οργανωθεί, με τρόπο ώστε να είναι συγκρίσιμη μεταξύ σχολικών μονάδων και ώστε να μπορεί να επικυρώνεται και να συμπληρώνεται από εξωτερική αξιολόγηση».
            Εάν υιοθετηθεί η πιο ακραία μορφή - ισοπεδωτικού χαρακτήρα -  «αξιολόγηση» της σχολικής μονάδας, η οποία θα συνδέεται με τις εξεταστικές επιδόσεις των μαθητών, θα οδηγηθούμε στο διαχωρισμό των σχολείων σε κατηγορίες, θα οξυνθεί ο μεταξύ τους ανταγωνισμός, δηλητηριάζοντας εκπαιδευτικές και κοινωνικές σχέσεις, διαφοροποιώντας τους τρόπους χρηματοδότησης, βάζοντας τους χορηγούς «από το παράθυρο» και τους γονείς να στηρίζουν οικονομικά τη λειτουργία των σχολείων, οδηγώντας πολλά σχολεία στο μαρασμό και τελικά στο κλείσιμο. Η έκθεση του ΟΟΣΑ προτείνει (σελ. 63 παρ. 113) “να σχεδιαστεί στην Ελλάδα ένα εθνικό σύστημα αξιολόγησης μαθητή, κατάλληλο να χρησιμοποιηθεί σε πολλά επίπεδα: σε επίπεδο μαθητή, τάξης, σχολικής μονάδας, περιφέρειας και συστήματος. …. Μέρος της στρατηγικής αυτής μπορεί να περιλαμβάνει ανάπτυξη ευρείας κλίμακας τυποποιημένων τεστ….
        Βασική, επίσης, στόχευση της προωθούμενης αξιολόγησης είναι η απόκρυψη-συσκότιση των ευθυνών της πολιτείας για τη κατάσταση της Δημόσιας Εκπαίδευσης και η μεταφορά των ευθυνών για τα προβλήματα, τα κενά, και τις στρεβλώσεις του σχολείου στις πλάτες των εκπαιδευτικών.
            Πιο συγκεκριμένα με τη σύσταση από το προωθούμενο νσχ της «αρχής διασφάλισης της ποιότητας της εκπαίδευσης» ουσιαστικά ολοκληρώνεται η δημιουργία ενός πανοπτικού συγκεντρωτικού και αυταρχικού μοντέλου εξωτερικής αξιολόγησης.
            Όπως προβλέπεται στο άρθρο 9 του νομοσχεδίου του Υπουργείου Παιδείας για την «Αρχή Διασφάλισης Ποιότητας στην Εκπαίδευση» ,  αλλά και στην έκθεση του ΟΟΣΑ (σελ. 66 – παρ. 126/127), οι επιδόσεις των μαθητών θα συνυπολογίζονται για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, αλλά και για την παραμονή τους στο σχολείο! Για αυτό το λόγο σχεδιάζεται με τα νομοσχέδιο για το λύκειο η στανταροποίηση των επιδόσεων των μαθητών μέσω καθιέρωσης πανελλαδικού τύπου εξετάσεων και στις τρεις τάξεις του λυκείου και η σύνδεση αυτών των αποτελεσμάτων και αξιολογήσεων με την υπηρεσιακή εξέλιξη των εκπαιδευτικών. «Οι αξιολογήσεις να έχουν ουσιώδεις συνέπειες για τους αξιολογούμενους, καθώς είναι ο μόνος τρόπος να διασφαλιστεί ότι αντιμετωπίζονται με σοβαρότητα», αναφέρει ο ΟΟΣΑ. Και συνεχίζει: «Η αξιολόγηση της επίδοσης των εκπαιδευτικών μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί προκειμένου να καθοριστεί η εξέλιξη της σταδιοδρομίας, να ανταμειφθεί η καλή επίδοση ή να επιβληθούν κυρώσεις για εκπαιδευτικούς με χαμηλές επιδόσεις. Κατ' αυτόν τον τρόπο, βοηθά επίσης τα σχολεία να κρατούν τους ικανούς εκπαιδευτικούς και καθιστά τη διδασκαλία ελκυστική επιλογή σταδιοδρομίας».
Είναι προφανές ότι, παρά το γεγονός πως όλοι όσοι ασχολούνται με την εκπαίδευση γνωρίζουν πολύ καλά τις κοινωνικές παραμέτρους που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη σχολική επίδοση, η πολιτική αυτή στοχεύει ξεκάθαρα, μέσα από την καθιέρωση της αξιολόγησης, στην απόλυτη χειραγώγηση των εκπαιδευτικών. Και με αυτό τον τρόπο η προωθούμενη αξιολόγηση του εκπαιδευτικού θα πλήξει την ίδια την ουσία του εκπαιδευτικού λειτουργήματος, χειραγωγώντας τη συνείδησή του και υπονομεύοντας την παιδαγωγική ελευθερία και ανεξαρτησία του, που είναι βασικές προϋποθέσεις της ύπαρξης και λειτουργίας του Δημόσιου Σχολείου.

            Με την παρ.9αα του ν/σχ συνδέεται η εσωτερική αξιολόγηση με την εξωτερική, αφού οι εκθέσεις αυτό-αξιολόγησης των σχολείων αποτελούν αντικείμενο και της αρχής που δημιουργείται. Προηγουμένως είχαν ήδη συνδεθεί με το αρ.22 ν.3879/10 με τα προγράμματα εκπαίδευσης και δια βίου μάθησης που θα αποφασίζουν οι δήμοι.
            Προβλέπεται η ανάθεση ακόμα και σε άλλους φορείς ελληνικούς ή ξένους (δεν εξαιρούνται οι ιδιωτικοί οι οποίοι χρησιμοποιούνται άλλωστε κατά κόρον στις αξιολογήσεις του ΕΣΠΑ) υπηρεσιών αξιολόγησης.
            Σε εποχές λιτότητας αντί να φροντίζει η πολιτεία να αντιμετωπίζει τα άμεσα και οξυμμένα προβλήματα της εκπαίδευσης (π.χ. κενά, λειτουργικές δαπάνες, ανάγκες κτιριακές και εξοπλισμού) δημιουργεί μια αρχή που ξεκινά με δαπάνη 1,2 εκ ευρώ ετησίως και δεν γνωρίζουμε σε ύψος θα φτάσει, αφού όπως αναφέρεται στην έκθεση του ΓΛΚ αρκετά από τα έξοδα (και είναι πολλά αυτά) δεν μπορούν να υπολογιστούν.
            Δημιουργείται μια νέα απίστευτη γραφειοκρατία με τη δημιουργία τουλάχιστον 58 5μελών αμειβόμενων επιτροπών αξιολόγησης.
       
Άρα το συνολικό κυβερνητικό σχέδιο προβλέπει την στανταροποίηση των Μια σημαντική επίπτωση της υλοποίησης των σχεδίων του Υπουργείου για την αξιολόγηση θα είναι η διάλυση των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών. Ουσιαστικά οδηγούμαστε σε ατομικές συμβάσεις εργασίας.
Ο ανταγωνισμός και η μετατροπή των ανθρώπινων σχέσεων μέσα στο σχολείο σε «ζούγκλα» θα είναι το επακόλουθο αυτής της πολιτικής, γεγονός που, βεβαίως, δεν μπορεί παρά να εκφραστεί και στην εκπαιδευτική διαδικασία. Είναι αποκαλυπτικό πως, σύμφωνα με το νόμο για το βαθμολόγιο-μισθολόγιο (ν.4024/11), δεν φτάνει να είναι «καλός» και «αποδοτικός» ο εκπαιδευτικός, αλλά, για να έχει μισθολογική και βαθμολογική εξέλιξη, χρειάζεται να υπερτερεί των άλλων συναδέλφων του.
Η αξιολόγηση έχει ήδη ουσιαστικά προκαθοριστεί, αφού υπάρχουν συγκεκριμένα ποσοστά εκπαιδευτικών που θα προάγονται από βαθμό σε βαθμό ανεξάρτητα από τον αριθμό των εκπαιδευτικών που θα αξιολογούνται «θετικά»,  τα οποία μάλιστα θα μειώνονται «ανάλογα με τις δημοσιονομικές δυνατότητες». Είναι προφανές, λοιπόν, ότι η αξιολόγηση γίνεται με καθαρά δημοσιονομικά κριτήρια και στόχο έχει τη μισθολογική καθήλωση όσο το δυνατόν περισσότερων εκπαιδευτικών.
Η αξιολόγηση είναι τιμωρητική αφού ο εκπαιδευτικούς που κρίνεται αρνητικά δεν έχει δικαίωμα να διεκδικήσει την προαγωγή του τα επόμενα δύο χρόνια και μπορεί να ακόμα και να απολυθεί μετά από δύο αρνητικές κρίσεις, κρινόμενος από μονοπρόσωπα ουσιαστικά όργανα.
            Η ουσιαστική στόχευση, λοιπόν, του Π.Δ. και του νομοθετικού πλαισίου της αξιολόγησης είναι ο έλεγχος και η τιμωρία των εκπαιδευτικών.  Έτσι, η διαρκής επιστημονική και επαγγελματική ανάπτυξη, σε ένα πλαίσιο όπου οι εκπαιδευτικοί χειραγωγούνται, δεν στηρίζονται επιστημονικά και εξαθλιώνονται οικονομικά, μοιάζει με κακόγουστο ανέκδοτο. Άλλωστε, ούτε για τα προσχήματα δεν προβλέπεται κάτι για τη βελτίωση των εκπαιδευτικών.
Ισχυρίζεται η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας πως η αξιολόγηση θα βελτιώσει το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Είναι όμως πλέον ορατό σε όλους πως αυτή η πολιτική όχι μόνο δεν οδηγεί στη βελτίωση του δημόσιου σχολείου αλλά, αντίθετα, έχει τραγικές συνέπειες.

Η ΟΛΜΕ, όλο το εκπαιδευτικό κίνημα, ζητά την απόσυρση του νομοσχεδίου αλλά και του Σχεδίου ΠΔ για την αξιολόγηση και την κατάργηση του ν.4024/11. Δεν υπάρχει κανένας φορέας στη χώρα που να συμφωνεί με αυτά τα νομοθετήματα.
Οι εκπαιδευτικοί αγωνιζόμαστε για τη συνολική ανατροπή της μνημονιακής πολιτικής των περικοπών και της λιτότητας, που διαλύει το δημόσιο σχολείο και εξαθλιώνει τους εκπαιδευτικούς.  Και ευτυχώς δεν είμαστε μόνοι μας. 

Αθήνα 13-3-13