ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ !

                                  

Tο φουσκωμένο ποτάμι της οργής που πλημμύρισε τα πανεκπαιδευτικά συλλαλητήρια της 11ης του Οκτώβρη , καθώς επίσης,  και τα πολύ υψηλά ποσοστά συμμετοχής στην 24ωρη απεργία της ίδιας μέρας ενόψει της εκδίκασης στο Εφετείο , έδειξαν σε όλη την ελληνική κοινωνία ότι ο εκπαιδευτικός κόσμος μετά από πολλά χρόνια συνδικαλιστικού μαρασμού ξαναβρίσκει τα αγωνιστικά του πατήματα και αποφασίζει να δώσει οργανωμένα και συντεταγμένα έναν αγώνα αξιοπρέπειας για να υπερασπίσει τα εργασιακά του δικαιώματα ,τα μορφωτικά δικαιώματα των μαθητ(ρι)ών του , το δημόσιο σχολείο. Ο κλάδος έδειξε τα πρώτα δείγματα γραφής όταν πέρσι τον Οκτώβρη αρνήθηκε να γίνει καταδότης των μαθητ(ρι)ών που αγωνίζονταν για ανοιχτά και ασφαλή σχολεία , τον Νοέμβρη που μαζικότατα απείχε από τις ηλεκτρονικές εκλογές παρωδία για τους αιρετούς στα υπηρεσιακά συμβούλια και τον Φλεβάρη – Μάρτη όταν είπε επίσης μαζικότατα το πρώτο «όχι» στην εξωτερική και εσωτερική αξιολόγηση της σχολικής μονάδας.




Απέναντί του είχε την πιο ταξική κυβέρνηση μετά την Μεταπολίτευση και στη θέση του υπουργού την πιο αντιδραστική φιγούρα που έχει περάσει ποτέ από αυτήν τη θέση. Από την πρώτη στιγμή που ανέλαβαν την εξουσία , παρουσιάστηκαν αποφασισμένοι να αξιοποιήσουν το πολιτικό μομέντουμ και να κάνουν πράξη ένα αντιεκπαιδευτικό σχέδιο νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων που χρόνια τώρα απεργάζονται οι γνωστοί υπερεθνικοί οργανισμοί (ΟΟΣΑ, Ε.Ε.) αλλά και οι «εγχώριοι» βραχίονές τους (ΣΕΒ, έκθεση Πισσαρίδη, κλπ). Στο πλαίσιο αυτό τέθηκε αμέσως σε εφαρμογή μια βιομηχανία νόμων (κατάργηση πανεπιστημιακού ασύλου, νόμος Κεραμέως για τράπεζα θεμάτων, αυτοαξιολόγηση κ.λπ Ιούνιος 2020, πανεπιστημιακή αστυνομία και ελάχιστη βάση εισαγωγής, νόμος Κεραμέως για αξιολόγηση και στελέχη Ιούνιος  2021) που σε συνδυασμό και με το ευρύτερο νομοθετικό έργο της κυβέρνησης (νόμος για απαγόρευση διαδηλώσεων και νόμος Χατζηδάκη) και την εργαλειοποίηση της πανδημίας, επιχείρησε να μην αφήσει όρθια καμία δημόσια δομή και να ιδιωτικοποιήσει τα πάντα επιβάλλοντας το μαύρο στον συνδικαλισμό (όπως το 2013 στην ΕΡΤ) και χτυπώντας ανελέητα δημοκρατικές ελευθερίες και δικαιώματα με πρωτοφανή αυταρχισμό.

Αυτή, λοιπόν, η κυβέρνηση, όταν δέχτηκε τα επαναλαμβανόμενα ραπίσματα από έναν κλάδο που δεν έδειχνε διατεθειμένος να υποταχτεί , ενεργοποίησε πρώτα τις απειλές και τον εκφοβισμό και όταν είδε πως παρόλα αυτά, τα ποσοστά συμμετοχής στην απεργία αποχή ανέβαιναν, έπαιξε «τα ρέστα της» με ένα κρεσέντο δικαστικών αποφάσεων , οι οποίες παραβιάζοντας κι αυτές ακόμα τις αρχές του αστικού νομικού πολιτισμού , έκριναν παράνομες τις απεργίες των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών αλλά και αυτή της ΑΔΕΔΥ. Βασική νομική και πολιτική στρατηγική της κυβέρνησης , η οποία αναπαράχθηκε στις δικαστικές αποφάσεις ήταν ότι οι απεργίες στρέφονται εναντίον ψηφισμένων νόμων και επομένως απαγορεύονται!

Κι ενώ αυτός ο κλάδος, ο μικρός, ο μέγας όρθωσε το ανάστημά του απέναντι σε απειλές, σε δικαστικές αποφάσεις , σε ΜΑΤ και δακρυγόνα , και είχε το πολιτικό και συνδικαλιστικό θάρρος να τιμήσει την υπογραφή του στη δήλωση συμμετοχής στην απεργία, η συνδικαλιστική ηγεσία αποδείχτηκε για μια ακόμη φορά κατώτερη των περιστάσεων. Η νύχτα της 16ης Οκτώβρη θα είναι μια από τις πιο μαύρες σελίδες του συνδικαλιστικού κινήματος των εκπαιδευτικών.

Δεν είναι στη λογική της ΑΡΕΝ η λεκτική αντιπαράθεση και η εκτόξευση εμπρηστικών χαρακτηρισμών που δίνουν στους συναδέλφους-ισσες την εικόνα μικροπαραταξιακών συγκρούσεων με σκοπό την αποκόμιση εκλογικού ή άλλου οφέλους. Και δεν θα το κάνουμε ούτε και τώρα , γιατί θεωρούμε ότι οι συνάδελφοι δεν ενδιαφέρονται για τις παραταξιακές αντιθέσεις που είναι απολύτως θεμιτό να υπάρχουν , αλλά αυτή τη στιγμή απαιτείται ειλικρινής και υπεύθυνη στάση τουλάχιστον από την εκπαιδευτική ριζοσπαστική αριστερά , που στήριξε αυτόν τον σπουδαίο αγώνα.

Σε μια προσπάθεια, λοιπόν, ψύχραιμης αποτίμησης αλλά και ειλικρινούς και αναγκαίου καταλογισμού των ευθυνών θεωρούμε ότι στη συνέλευση προέδρων της 16/10 χάθηκε η μεγάλη ευκαιρία της ΟΛΜΕ να ανακτήσει το κύρος και την εμπιστοσύνη των συναδέλφων αποφασίζοντας τη συνέχιση του αγώνα και αξιοποιώντας τις κινηματικές συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί το προηγούμενο διάστημα με τη συμμετοχή στην απεργία αποχή αλλά και τους 100.000 απεργούς της 11ης Οκτώβρη.

Ωστόσο, η πλειοψηφία του Δ.Σ. της ΟΛΜΕ (ΔΑΚΕ, ΠΕΚ και ΣΥΝΕΚ) άφησαν τους συναδέλφους ανενημέρωτους στις γενικές συνελεύσεις που προηγήθηκαν, και δεν έκαναν τον κόπο να δημοσιοποιήσουν ποιες ήταν οι προθέσεις τους και η άποψή τους για τη συνέχεια. Κι όμως από τη συνεδρίαση του Δ.Σ, της ΟΛΜΕ της 12/10 ήταν φανερό πως οι ΣΥΝΕΚ επέλεξαν την «οπισθοχώρηση» και έτσι διαμορφώθηκε ένα νέο μπλοκ μαζί με τη ΔΑΚΕ και την ΠΕΚ.

Όταν παρόλα αυτά , στη συνέλευση προέδρων φαινόταν ότι διαμορφώνεται η απαιτούμενη πλειοψηφία του 67% για την επαναπροκήρυξη , επιβλήθηκε η αλλοίωση της βούλησης της πλειονότητας των εκπαιδευτικών, με 8 προέδρους ΕΛΜΕ να ψηφίζουν «όχι» , ενώ είχαν έλθει με αποφάσεις για επαναπροκήρυξη. Έχουν γραφτεί κι έχουν ειπωθεί πολλά. Αυτό που πιστεύουμε εμείς είναι ότι με πολύ μεγάλη ευκολία οι λεκτικοί ακροβατισμοί μετατράπηκαν σε πολιτική «κωλοτούμπα» και ξαφνικά οι εν λόγω πρόεδροι – στη μεγάλη πλειονότητα προερχόμενοι από τη ΔΑΚΕ- «ανακάλυψαν» ότι η πρόταση για επαναπροκήρυξη της απεργίας δεν διασφάλιζε τους συναδέλφους και δεν συγκέντρωνε τις νομικές προϋποθέσεις που είχαν τεθεί στις αποφάσεις των Γ.Σ. ή των Δ.Σ. που έφερναν οι πρόεδροι αυτοί.

Η ουσία της υπόθεσης είναι ότι για μια ακόμη φορά ΔΑΚΕ και ΠΕΚ έδωσαν διαπιστευτήρια κυβερνητικού και υποταγμένου στο σύστημα συνδικαλισμού στις πλάτες των συναδέλφων και στο κουφάρι μιας κλινικά νεκρής ΟΛΜΕ. Έπαιξαν το παιχνίδι της κυβέρνησης και με την πραξικοπηματική τους στάση έδωσαν χείρα βοηθείας στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου που έπνεε τα λοίσθια και είχε αναλώσει μεγάλο μέρος του πολιτικού της κεφαλαίου για να ανασχέσει ένα μαχητικό κίνημα , που αναπτύχθηκε απέναντι στην πολιτική διάλυσης και ιδιωτικοποίησης της εκπαίδευσης. Δάσκαλοι και καθηγητές, φοιτητές, μαθητές και γονείς είπαν «ως εδώ» με τις τράπεζες θεμάτων, τις ΕΒΕ και τις αξιολογήσεις, που επεμβαίνουν στο DNA  του δημόσιου σχολείου. Με τη μαζική τους συμμετοχή προσπάθησαν να διατηρήσουν τον δημόσιο χαρακτήρα του σχολείου και να περιφρουρήσουν το δικαίωμά τους να διαμαρτύρονται , να αντιστέκονται και να απεργούν.

Κι από την άλλη, οι ΣΥΝΕΚ επέλεξαν να υπηρετήσουν το πολιτικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ , του οποίου οι δεσμεύσεις για εκκαθάριση του τοπίου από ένα κίνημα ανυπακοής και αποφασιστικότητας , ικανού να δημιουργεί όρους νίκης, υπερβαίνουν κι αυτόν ακόμη τον στόχο της ανάληψης της εξουσίας. Επένδυσαν σε ένα κυβερνητικό μέλλον χωρίς κλυδωνισμούς , όπου η «καλή αξιολόγηση» του 2018-2019 θα επανέλθει και θα εφαρμοστεί χωρίς «να ανοίξει ρουθούνι» , γιατί οι μνημονιακές δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν το 2015 αυτό επιτάσσουν. Οι ΣΥΝΕΚ οφείλουν να απαντήσουν στον κλάδο για ποιο λόγο δεν κατέθεσαν δημόσια την πρότασή τους για ενιαίο κείμενο, και τώρα την προτείνουν στο Δ.Σ. της ΟΛΜΕ ως εναλλακτική πρόταση και τη διακινούν στα σχολεία. Η πρόταση αυτή κι αν ακόμη προκριθεί με τη στήριξη της ΔΑΚΕ και της ΠΕΚ, δεν θα έχει περάσει από συνέλευση προέδρων κι επομένως δεν θα έχει καμία νομιμοποίηση.

Θεωρούμε πως οι εξελίξεις του τελευταίου διαστήματος επικαιροποιούν την ευθύνη των δυνάμεων της εκπαιδευτικής συνδικαλιστικής ριζοσπαστικής για ανασύνθεση αυτού του χώρου με τη συμμετοχή όλων ανεξαίρετα των συλλογικοτήτων που κινούνται σ’ αυτό το ιδεολογικό πεδίο , προκειμένου  να μη «χαθεί» αυτή η νέα γενιά αγωνιστών που φαίνεται να ξεπηδά από τη φλόγα αυτού του αγώνα. Είναι αναγκαίος ένας νέος συνδικαλιστικός πόλος που θα αγκαλιάσει και τις υπάρχουσες συλλογικότητες και τους ανένταχτους αγωνιστές και θα δώσει πνοή και όραμα στους 100.000 συναδέλφους που είχαν το θάρρος και την αξιοπρέπεια να παλέψουν για το δημόσιο σχολείο και δεν έχει κανείς το δικαίωμα να τους διαψεύσει και να τους αφήσει μετέωρους , όπως κάνει αυτή τη στιγμή η ομοσπονδία.

Η ΑΡΕΝ θα συμμετάσχει και σ’ αυτήν τη νέα προσπάθεια με την κουλτούρα ενότητας και συνεργασίας σε συνθήκες αμοιβαίου σεβασμού και ισοτιμίας, που την διακρίνουν. Αυτή είναι η ασφαλέστερη προϋπόθεση για να συνεχιστεί ο αγώνας και να μείνει ζωντανό το ρεύμα της ανυπακοής στις πολιτικές διάλυσης του δημόσιου σχολείου, και της στήριξής του.