Η εισβολή του ΟΟΣΑ στα σχολεία,
  οι πρόθυμοι  που ανοίγουν την πόρτα
                                    και η στάση των ΔΟΕ–ΟΛΜΕ
 
Ο ΟΟΣΑ,  ένας παγκόσμιος οικονομικός οργανισμός στην υπηρεσία των δυνάμεων της αγοράς και του κεφαλαίου, έχει συγκεκριμένη πολιτική και κοινωνική  κατεύθυνση για τη μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης, με στόχο την ολική ανατροπή του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα της, την ιδιωτικοποίηση και την εμπορευματοποίησή της.
Με την εποπτεία που ασκεί ο ΟΟΣΑ  στα εκπαιδευτικά συστήματα των χωρών-μελών του, απαιτεί την προσαρμογή της λειτουργίας τους στις απαιτήσεις της αγοράς και τη λογική της επιχειρηματικότητας. Το πρόγραμμα PISA που χρησιμοποιεί για τη δήθεν αντικειμενική μέτρηση των μαθητικών επιδόσεων είναι διαμορφωμένο στα πλαίσια της λειτουργίας των εκπαιδευτικών συστημάτων των μεγάλων (καπιταλιστικών) ευρωπαϊκών χωρών και όσων χωρών έχουν απαξιώσει τη γνώση αντικαθιστώντας την με την πληροφορίες και  δεξιότητες, ως πεδία μάθησης στο σχολείο.
Στη χώρα μας οι μνημονιακές πολιτικές που εφαρμόστηκαν τα τελευταία χρόνια στην εκπαίδευση, όπως της κατάργησης των  μόνιμων διορισμών και κατά συνέπεια της εξάπλωσης της ελαστικής εργασίας, των συγχωνεύσεων, συμπτύξεων, υποβιβασμών σχολείων και τμημάτων στο δρόμο της συρρίκνωσης και  πλήρους απαξίωσης των δημόσιων σχολείων και νηπιαγωγείων, της αυτοαξιολόγησης–αξιολόγησης εκπαιδευτικών και σχολικών μονάδων και του δρακόντειου θεσμικού πλαισίου τους, το ν. 3848/10, το Π.Δ 152/13 και την Α.ΔΙ.Π.Π.Δ.Ε
. ( κατάλοιπα των γαλαζοπράσινων κυβερνήσεων που, όχι τυχαία, παρέμειναν ενεργά), έχουν ως  βάση την έκθεση του Ο.Ο.Σ.Α του 2011 που είναι ένας σκληρός νεοφιλελεύθερος οδικός χάρτης για το ελληνικό σχολείο. Αυτήν την έκθεση, που παρήγγειλε η κ. Διαμαντοπούλου, δεσμεύτηκε να υλοποιήσει η σημερινή κυβέρνηση με την ψήφιση του 3ου μνημονίου.
Το σχολείο πλέον, σύμφωνα με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και τα «πορίσματα» του στημένου «διαλόγου» που διεξήγαγε, τον ΟΟΣΑ, τον Σύνδεσμο Ελλήνων Βιομηχάνων, αλλά και τον αποκαλυπτικά λαλίστατο Κυριάκο Μητσοτάκη από το βήμα της ΔΕΘ, πρέπει να λειτουργεί :
·               Ως επιχείρηση, με ανταποδοτικότητα και ιδιωτική χρηματοδότηση. Με αποκέντρωση, δηλαδή με υπαγωγή των σχολείων και των νηπιαγωγείων στην τοπική αυτοδιοίκηση, για να εγκαταλειφθεί η χρηματοδότησή τους από τον κρατικό προϋπολογισμό και να γίνει η εκπαίδευση μια τοπική και ατομική υπόθεση. Για τους νεοφιλελεύθερους, είναι απαρχαιωμένος και παρωχημένος ο ενιαίος χαρακτήρας της εκπαίδευσης σε υπερτοπικό επίπεδο. Αδιαφορούν κυνικά αν θα  δυναμώσουν οι μορφωτικές ανισότητες, οι  κοινωνικές και ταξικές διακρίσεις από περιοχή σε περιοχή, αρκεί για αυτούς να αποσυρθεί το κράτος από τις υποχρεώσεις του στην υποστήριξη του καθολικού μορφωτικού αγαθού.
·               Με σχολική αυτονομία και κρατική χρηματοδότηση στο μίνιμουμ, με λιγότερους εκπαιδευτικούς, λιγότερα τμήματα και δομές αντισταθμιστικής εκπαίδευσης σε κάθε σχολική μονάδα. Με εξεύρεση χορηγών που αδημονούν να εισβάλουν και να ελέγξουν πολύπλευρα και αποφασιστικά το σχολείο, με οικονομική επιβάρυνση των γονέων, με εμπλοκή της τοπικής αυτοδιοίκησης, με εμπορική εκμετάλλευση των αιθουσών και σχολικών χώρων- μέχρι και για πάρκινγκ για τις ανάγκες της τοπικής αγοράς θα τους διαθέτουν.
·               Mε προσλήψεις ευέλικτων εργαζόμενων εκπαιδευτικών, που πρέπει να «απαγκιστρωθούν» από το κράτος, να γίνονται σε τοπικό επίπεδο, με τοπικά σύμφωνα απασχόλησης και ατομικές συμβάσεις  σύμφωνα με τον προϋπολογισμό κάθε σχολείου, από  τους διευθυντές των σχολείων που αυτοί «γνωρίζουν» από πρώτο χέρι τις ανάγκες και τις οικονομικές δυνατότητες του σχολείου και ενσαρκώνουν το νέο ρόλο του manager. Εν ολίγοις, με την αποθέωση της μαύρης και ελαστικής εργασίας και συνθήκες απασχόλησης εν είδει εκπαιδευτικής γαλέρας.
·               Με αυξημένη λογοδοσία στο κράτος και στα επιχειρηματικά συμφέροντα, εντατικοποίηση και  ασφυκτικό έλεγχο για την αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα, αλλά και αξιολόγηση παντού, μια ορολογία που διαπερνά ως κόκκινη κλωστή όχι μόνο τα κείμενα των εποπτικών φορέων, Ο.Ο.Σ.Α.-PISA-ΥΠΕΠΘ, αλλά και του στελεχιακού μηχανισμού του Υπουργείου και των διαφόρων υπηρεσιών και οργανισμών του και υιοθετείται τάχιστα από Περιφερειακές Διευθύνσεις και Διευθύνσεις Εκπαίδευσης, αλλά και δυστυχώς στη βάση της πυραμίδας κάποιους Διευθυντές σχολείων και λίγων, θέλουμε να πιστεύουμε, συναδέλφων.
«Ου τοις άρχειν βουλομένοις μέμφομαι, αλλά τοις υπακούειν ετοιμοτέροις ούσιν»
Τα κλιμάκια του ΟΟΣΑ, όπως αποδείχτηκε, είναι από καιρό  εδώ,  κατοικοεδρεύουν στο Υπουργείο Παιδείας, υπαγορεύουν και ελέγχουν όλες τις πτυχές της εκπαιδευτικής πολιτικής:  Από το Προεδρικό Διάταγμα 79 για τη λειτουργία των Δημοτικών-Νηπιαγωγείων και το νέο Λύκειο έως την αξιολόγηση, από την αύξηση του ωραρίου έως τους μηδενικούς διορισμούς, από την αύξηση των μαθητών ανά τμήμα έως τις νέες συγχωνεύσεις κι από την περικοπή κονδυλίων έως τις εμπορευματοποιημένες ζώνες στην εκπαίδευση.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ,  ενώ υλοποιεί  καθημερινά και με μεθοδικότητα όλον τον οδικό χάρτη της επικαιροποιημένης έκθεσης του ΟΟΣΑ, καμώνεται πως δεν ξέρει τίποτα για αυτήν και περιφέρει εν κρυπτώ τους απεσταλμένους του εν λόγω οργανισμού στα σχολεία για να συλλέξουν στοιχεία που θα ενισχύσουν την αντιδραστική αναδιάρθρωση. Το κρίσιμο στοιχείο για τους απεσταλμένους είναι να βρουν συνομιλητές, να «γειώσουν» τα προαποφασισμένα πορίσματα και τις κατευθύνσεις των εκθέσεών τους με τη σχολική πραγματικότητα, να εκμαιεύσουν απαντήσεις σε στημένες ερωτήσεις, που θα ενισχύουν και θα νομιμοποιούν όλο το αντιδραστικό τους οπλοστάσιο, που δολοφονεί τη δημόσια εκπαίδευση.
Άξιες υπηρεσίες σε αυτή τη στόχευση των δανειστών, των κυβερνώντων και όλου του εγχώριου μνημονιακού μπλοκ προσφέρουν  όσοι μέσα από την εκπαιδευτική κοινότητα σπεύδουν «πάραυτα» να αυτοσυμμορφωθούν στο νέο περιβάλλον του ευέλικτου και εμπορευματοποιημένου σχολείου, όπως και οι «πρόθυμοι»  και «μιλημένοι», Περιφερειάρχες, Διευθυντές Εκπαίδευσης, Διευθυντές σχολείων, που ανοίγουν την πόρτα των Υπηρεσιών και των σχολικών μονάδων στους εισβολείς του ΟΟΣΑ, στους νεοφιλελεύθερους «σταυροφόρους» των σύγχρονων αποικιοκρατών, στους δηλωμένους εχθρούς του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης, στους απηνείς διώκτες του εκπαιδευτικού κόσμου και του καθολικού δικαιώματος στη μόρφωση. Η στάση τους είναι εξωνημένη!  
Ενδεικτικά (και μόνο) αναφέρουμε:
·       Διευθυντής Εκπαίδευσης χαρακτηρίζει το 20% των εκπαιδευτικών «ανίκανους» μπροστά στο κλιμάκιο του ΟΟΣΑ, το οποίο οδηγεί και συνοδεύει στα σχολεία της περιοχής του (καταγγελία Δ.Σ. της ΕΛΜΕ Εύβοιας). O ίδιος Διευθυντής, σε ένα κρεσέντο αντιδημοκρατικού αυταρχισμού, προβαίνει σε έγγραφη επίπληξη των εκλεγμένων μελών των συλλογικών οργάνων της εκπαιδευτικής κοινότητας για την παρουσία τους στα σχολεία που επισκέφτηκε το κλιμάκιο του ΟΟΣΑ.

·       Διευθυντής Σχολείου στο Γαλάτσι μοίρασε στις 14 Σεπτέμβρη, σε γονείς παιδιών του ολοήμερου, ενημερωτική ανακοίνωση ότι  «τα παιδιά τους θα διαγραφούν αυτοδίκαια (!) αν απουσιάσουν για 15 συνεχείς μέρες», τους  ζητά  να τον «ενημερώσουν σχετικά αν έχουν αποφασίσει να μην φοιτήσει το παιδί τους στο Ολοήμερο Πρόγραμμα- για τον καλύτερο προγραμματισμό» του (!!) και για «κάθε  παιδί που επιθυμεί να ζεσταίνεται το φαγητό του, υπάρχει τιμή 5 ευρώ το μήνα που θα καταβάλλεται στον υπεύθυνο και  με την παράκληση να «είναι συνεπείς στην καταβολή του τιμήματος» (!!!)  (ανακοίνωση Συλλόγου Εκπαιδευτικών Π.Ε. «Η Αθηνά»). Ο ίδιος διευθυντής  μπλοκάρει από την πρώτη μέρα της χρονιάς, όλη την ενημερωτική αλληλογραφία του οικείου εκπαιδευτικού συλλόγου που φτάνει στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο του σχολείου, προωθώντας στους εκπαιδευτικούς μόνο την αλληλογραφία της ΔΟΕ και των αιρετών.
H επίθεση κι ο αυταρχισμός που επιδείχτηκε απέναντι στα εκπαιδευτικά σωματεία των παραπάνω περιπτώσεων, βρίσκει γόνιμο έδαφος στην απουσία κάθετης αντιπαλότητας από τις εκπαιδευτικές Ομοσπονδίες σε αυτές τις πολιτικές, αλλά και την ηχηρή σιωπή που επιδείχθηκε- αντί του συναγερμού απέναντι στους εισβολείς του ΟΟΣΑ. Μια τακτική που τελικά ενθαρρύνει την επέλαση της αντιδραστικής αναδιάρθρωσης στα σχολεία και των δύο βαθμίδων κι αθωώνει τη μεγάλη σχολή των «καλοθελητών», των  «manager» και των «προθύμων», που διαβιούν στη θαλπωρή του παλιού και νέου κυβερνητικού συνδικαλισμού.
Πώς αλλιώς να ερμηνεύσει κανείς το γεγονός πως η ΔΟΕ και η ΟΛΜΕ, αν και δεν αποδέχτηκαν σχετική πρόσκληση συζήτησης, τήρησαν στάση επίσημης σιγής για την αλληλογραφία που αντάλλαξαν με τον ΟΟΣΑ, δεν ενημέρωσαν και δεν προσανατόλισαν τον κλάδο στην αντίσταση απέναντι στις πολιτικές που κομίζουν οι απεσταλμένοι του, αλλά και την ίδια την παρουσία τους στα σχολεία, αν και γνώριζαν τις προθέσεις και τις κινήσεις τους. Κι έμειναν ξανά πρωτοβάθμια σωματεία να δίνουν στην πρώτη γραμμή τη μάχη της απόκρουσης των επικείμενων μέτρων και των φορέων τους, αλλά και της ενημέρωσης, του συντονισμού και της συσπείρωσης της μαχόμενης εκπαίδευσης, απέναντι στο νέο γύρο της επίθεσης που ξεκινά.
Eίναι προφανές: Απέναντι σε αυτήν την επίθεση στην Δημόσια Παιδεία και τους εκπαιδευτικούς, που ξετυλίγεται ταχύτατα από την κυβέρνηση, του εγχώριους συμμάχους της  και τους επιτηρητές από την Εσπερία,  ο δρόμος της μαχόμενης εκπαίδευσης, δεν μπορεί να είναι ο ρεαλισμός της προσαρμογής ούτε η συνδιαλλαγή της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, αλλά η Αντίσταση κι η Αντεπίθεση. O δρόμος αυτός  οφείλει να ξεπεράσει και να απομονώσει τους πρόθυμους και τους υποταγμένους, αλλά και τα πισωπατήματα των Εκπαιδευτικών Ομοσπονδιών με  ένα μέτωπο αντίστασης που θα ξεκινάει από κάθε σχολείο, θα συγκροτείται στους πρωτοβάθμιους συλλόγους και στις Γενικές Συνελεύσεις και θα συνενώνει όλον τον κλάδο και στις δυο βαθμίδες. Ένας δρόμος που σε αυτόν θα ξαναβρούμε το νήμα αλλά και το νόημα των πραγματικών και μαζικών αγώνων, θα ακυρώσουμε την αναδιάρθρωση και την αποδόμηση της δημόσιας εκπαίδευσης, παλεύοντας για την κοινωνική και πολιτική ανατροπή. Ο μόνος δρόμος που μπορεί τελικά να είναι νικηφόρος.

Οκτώβρης 2017