Μιλώντας σε παιδιά του Γυμνασίου για την καλή διατροφή


Το υπουργείο Παιδείας στο πλαίσιο της «Θεματικής Βδομάδας» περιλαμβάνει την ενότητα «Διατροφή και ποιότητα ζωής». Φυσικά είναι υποκριτικό, τη στιγμή που ο υποσιτισμός στα σχολεία βγάζει πια μάτι, που τα όποια προγράμματα σίτισης των μαθητών δεν επαρκούν καν, να μιλάει το υπουργείο μιας κυβέρνησης που υλοποιεί μια πολιτική ενάντια στα συμφέροντα του λαού και της νεολαίας, για «διατροφικές επιλογές». Ωστόσο, δίνεται η δυνατότητα να συζητήσουμε με τους μαθητές ορισμένα ζητήματα σε σχέση με αυτό το θέμα.

Το ανθρώπινο σώμα χρειάζεται μια διατροφή που να παρέχει την απαιτούμενη ενέργεια και ένα πλήθος από απαραίτητα θρεπτικά συστατικά. Για να λαμβάνει κάποιος όλα τα απαραίτητα συστατικά, πρέπει η διατροφή του να περιλαμβάνει μια μεγάλη ποικιλία από διαφορετικά τρόφιμα, αφού η κάθε κατηγορία, το κάθε είδος τροφίμων συνεισφέρει με διαφορετικό τρόπο στην κάλυψη των διατροφικών βιολογικών αναγκών του ανθρώπου. Πρέπει, επίσης, να ρυθμίζει κατάλληλα τη διατροφή του, με βάση την ηλικία του, το επίπεδο και το είδος της δραστηριότητάς του, τις ειδικές ανάγκες που μπορεί να έχει λόγω κάποιας πάθησης και άλλα πολλά.
Η ανάπτυξη της ανθρωπότητας και των δυνατοτήτων παραγωγής οδήγησε σε μια πραγματική έκρηξη στο είδος και στην ποσότητα των τροφίμων που είναι διαθέσιμα. Σκεφτείτε, πόσο πιο περιορισμένη ήταν τόσο η ποσότητα, η ποικιλία και η ποιότητα των τροφίμων που κατανάλωναν οι όχι και τόσο μακρινοί πρόγονοί μας, σε σχέση με σήμερα. Αυτή η μεγάλη αύξηση των παραγωγικών δυνατοτήτων των ανθρώπων, που φαίνεται και στα τρόφιμα, είναι ένας βασικός λόγος για τον οποίο ο άνθρωπος σήμερα ζει μέχρι τα 80 σχεδόν χρόνια. Οι διατροφικές ανάγκες του πληθυσμού δεν είναι σταθερές, αλλά μεταβάλλονται με την πάροδο του χρόνου. Σήμερα, οι άνθρωποι ζουν μέχρι τα βαθιά γεράματα, με ανεβασμένο επίπεδο υγείας και δυνατότητα να βιώνουν πολλά περισσότερα πράγματα στη διάρκεια της ζωής τους.

Συγχρόνως, η διατροφή δεν είναι αποκλειστικά βιολογική λειτουργία, είναι και κοινωνική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα «παραδοσιακά φαγητά» που είναι δεμένα με τις πολιτισμικές παραδόσεις της χώρας (λ.χ. αρνί το Πάσχα). Τις γιορτές τις συνοδεύουμε με κάποιο γλυκό, ενώ το Κυριακάτικο οικογενειακό γεύμα είναι πιο πλούσιο απ' ό,τι συνήθως. Ταυτόχρονα, η μεγάλη ποικιλία διαθέσιμων τροφίμων καθιστά κοινωνική ανάγκη την ποικιλία στην κατανάλωση.Ετσι, το είδος της διατροφής που έχει ανάγκη ο σύγχρονος άνθρωπος για να είναι ολοκληρωμένος, άνθρωπος της εποχής του, αφορά τόσο τις βιολογικές του ανάγκες (ανάπτυξη, υγεία, ευημερία) όσο και τις κοινωνικές και δεν προκύπτει απ' τον ουρανό, αλλά απ' τις τεράστιες δυνατότητες που έχει η σύγχρονη παραγωγική αλυσίδα ειδών διατροφής.
Ομως η πραγματικότητα δεν είναι τόσο ευχάριστη...
Στις σημερινές συνθήκες, η μεγάλη πλειοψηφία των λαϊκών ανθρώπων δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις σύγχρονες διατροφικές της ανάγκες.
Ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό των διατροφικών αναγκών καλύπτεται από κακής ποιότητας τρόφιμα, επεξεργασμένα, χαμηλής θρεπτικής αξίας. Συχνά κυριαρχούν τρόφιμα από fast-food, βιομηχανοποιημένα τρόφιμα, αναψυκτικά κ.ά. Τρόφιμα που οδηγούν σε μια όλο και αυξανόμενη επιδημία βάρους μεγαλύτερου απ' το κανονικό, επιδημία που αφορά τους λαϊκούς ανθρώπους, που τρέφονται με χειρότερο φαγητό, κινούνται λιγότερο και τελικά ζουν λιγότερα χρόνια.
Δίπλα σ' αυτό το φαινόμενο, εμφανίζεται και ένα τμήμα του πληθυσμού που αδυνατεί να καλύψει ακόμα και την πείνα του. Στην Ελλάδα, με βάση τα στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας, το 13% του πληθυσμού αδυνατεί να καταναλώνει ένα πιάτο με κρέας, κοτόπουλο ή ψάρι κάθε δεύτερη μέρα, ποσοστό που έχει σχεδόν διπλασιαστεί σε σχέση με το 2007, ενώ το ποσοστό αυτό αυξάνεται στο 16% για νοικοκυριά με παιδιά.
Η κρίση των τελευταίων ετών είχε ως αποτέλεσμα μια σημαντική μείωση της κατανάλωσης τροφίμων. Ενώ το μέσο νοικοκυριό ξοδεύει σήμερα σχεδόν το 21% του εισοδήματός του σε τρόφιμα (ξόδευε το 16,5% το 2008), η μέση μηνιαία κατανάλωση ανά άτομο έχει πέσει, ανάμεσα στο 2009 και το 2015, για το κρέας κατά 14% (απ' τα 12 κιλά στα 10,3), για το ψάρι κατά 22% (απ' τα 3,6 κιλά στα 2,8), για το γάλα κατά 12% (από 13,5 σε 11,9), για το τυρί κατά 22% (από 3,6 σε 2,8), για τα φρούτα κατά 15% (από 20,2 σε 17,2) και για τα λαχανικά κατά 13% (από 30,2 σε 26,2). Αν μάλιστα υπολογίσουμε τις αλλαγές στο είδος αυτών που τρώμε, τότε η μείωση σε ορισμένα βασικά τρόφιμα είναι ακόμα πιο χαρακτηριστική.
Είναι εύκολο, και το ακούμε συχνά, να κατηγορεί κανείς «τις κακές συνήθειες» για την κακή διατροφή. Να επιμένει κάποιος πως πρέπει να γίνει αναλυτικότερη εκπαίδευση των νέων για «να μάθουν να τρώνε καλύτερα».
Αλλά η κακή διατροφή, είτε σε ποιότητα είτε σε ποσότητα, δεν είναι, κατά βάση, αποτέλεσμα επιλογής των μαθητών και των γονιών τους. Αντίθετα, οι παράγοντες που οδηγούν σ' αυτά τα φαινόμενα έχουν κοινωνικές ρίζες.
  • Η μεγάλη μείωση των μισθών όλων των εργαζομένων, η παρατεταμένη ανεργία, οι συνεχείς φόροι έχουν ως αποτέλεσμα μια μεγάλη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος για τη λαϊκή οικογένεια. Χιλιάδες οικογένειες έχουν έναν ή και δύο ανέργους. Και όταν το εισόδημα πέφτει, μια σειρά από ανάγκες βαφτίζονται πολυτέλειες. Γι' αυτό και στην περίοδο της κρίσης που διανύουμε, εκτοξεύονται τα ποσοστά της πείνας, ενώ χειροτερεύει απότομα συνολικά το επίπεδο κάλυψης των διατροφικών αναγκών.
  • Η ανυπαρξία κοινωνικών δομών που να αναλαμβάνουν τη διατροφή των εργαζομένων και των μαθητών. Η ευθύνη τόσο του κόστους, όσο και του χρόνου για την παραγωγή του φαγητού βρίσκονται στις πλάτες του κάθε νοικοκυριού, τυπικά της μητέρας. Τα σχολεία και οι μεγάλοι εργασιακοί χώροι θα έπρεπε να έχουν οργανωμένες μονάδες όπου θα αναλαμβάνουν τη σίτιση των εργαζομένων.
  • Οι εργασιακές συνθήκες και η εργασία 10 και 12 ώρες τη μέρα. Ο διαθέσιμος χρόνος για να πάει κάποιος να ψωνίσει υγιεινά υλικά και να μαγειρέψει είναι όλο και μικρότερος. Ετσι, οι λύσεις του έτοιμου βιομηχανοποιημένου και του έτοιμου φαγητού κερδίζουν συνεχώς έδαφος.
  • Η επίδραση του τρόπου ζωής, η κοινωνική πίεση απ' τον περίγυρο, life style, οι συνεχείς διαφημίσεις καλλιεργούν μια σειρά από «επίπλαστες» ανάγκες. Σχεδόν οι μισές διαφημίσεις στην τηλεόραση διαφημίζουν snacks, αναψυκτικά, πατατάκια και διάφορα άλλα εμπορεύματα, που τελικά καταλήγουν να καλύπτουν ένα μεγάλο μέρος της καθημερινής διατροφής εκατοντάδων χιλιάδων, ειδικά νέων ανθρώπων.
  • Ο τρόπος διατροφής δομείται απ' τη βιομηχανία τροφίμων. Μια σειρά από έτοιμα φαγητά και snacks κατασκευάζονται για να είναι πολύ πιο «νόστιμα» από άλλα παραδοσιακά φαγητά, χωρίς να έχουν αντίστοιχη διατροφική αξία. Για να αυξάνουν τις πωλήσεις και τα κέρδη τους, οι μεγάλες βιομηχανίες τροφίμων κατασκεύασαν τεχνητά ουσιαστικά τρόφιμα, με ελάχιστη πραγματική θρεπτική αξία, που όμως έχουν εξαιρετική γεύση.
  • Η αδυναμία κάλυψης των εγχώριων αναγκών διατροφής απ' την εγχώρια παραγωγή. Είναι χαρακτηριστικό πως τα τελευταία 30 χρόνια, ο βαθμός κάλυψης των εγχώριων αναγκών απ' την αγροτική παραγωγή μειώθηκε εντυπωσιακά. Ετσι, ο βαθμός κάλυψης για το κρέας μειώθηκε απ' το 84% στο 53%, στα δημητριακά από 120% στο 87% κ.ο.κ. Αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός πως η χώρα μας έχει μεγάλες δυνατότητες κάλυψης των εγχώριων αναγκών σε τρόφιμα υψηλής ποιότητας και κυρίως έχει πολύ μεγάλες δυνατότητες αύξησης της παραγωγής τροφίμων. Δεν είναι φτωχή χώρα.
Είναι κοινωνικό το πρόβλημα
Οσο το ψάχνει κανείς, καταλαβαίνει πως το διατροφικό πρόβλημα δεν είναι απλά ένα ζήτημα λαθεμένων επιλογών που κάνουμε στην καθημερινότητά μας. Είναι πολύ βαθύτερο. Και αξίζει να σκεφτούμε τι κρύβεται πίσω απ' αυτό.
Στην πραγματικότητα, πίσω απ' όλα τα διατροφικά προβλήματα κρύβεται ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί ο σύγχρονος κόσμος, κρύβεται πως οι μεγάλες επιχειρήσεις που κυριαρχούν στην οικονομία έχουν ως στόχο των επιχειρήσεων να βγάζουν κέρδη. Οι επιχειρήσεις τροφίμων δεν παράγουν για να φάει ο κόσμος σύγχρονα υψηλής ποιότητας τρόφιμα. Παράγουν για να βγάλουν κέρδη και αποφασίζουν τι και αν θα παράξουν με βάση τα πόσα κέρδη θα βγάλουν. Ετσι παράγουν και διακινούν τρόφιμα χαμηλού κόστους και ποιότητας, που τους δίνουν μεγάλα κέρδη. Τα δεκάδες διατροφικά σκάνδαλα (π.χ. τρελές αγελάδες, γενετικά μεταλλαγμένα τρόφιμα) που ακούμε συνεχώς, γίνονται γιατί οι μεγάλες επιχειρήσεις, για να αυξήσουν τα κέρδη τους, μειώνουν την ποιότητα και την ασφάλεια των τροφίμων. Σήμερα οι επιχειρήσεις και τα κέρδη τους είναι αυτές που κατευθύνουν την παραγωγή τροφίμων στις εξαγωγές, που μοιραία θα μειώσει κι άλλο την εγχώρια κατανάλωση των τροφίμων που παράγονται στη χώρα. Ετσι, σε μια χώρα που εκατομμύρια υποσιτίζονται, οι επιχειρήσεις και οι κυβερνήσεις τους σχεδιάζουν αύξηση των εξαγωγών τροφίμων για να αυξηθούν τα κέρδη τους.
Το κυνήγι του κέρδους είναι ο λόγος για τον οποίο τα τελευταία 30 χρόνια η εγχώρια παραγωγή τροφίμων μείωσε το βαθμό αυτάρκειας. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι υποσιτίζονται, ενώ εκατομμύρια τρέφονται με χαμηλής ποιότητας τρόφιμα, γιατί έτσι οι μεγάλες επιχειρήσεις που κάνουν κουμάντο βγάζουν περισσότερα κέρδη. Την ίδια στιγμή, η ΕΕ ρυθμίζει την παραγωγή τροφίμων σε όλες τις χώρες - μέλη της και στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Παραγωγής, ρυθμίζεται ο όγκος των παραγόμενων τροφίμων σε κάθε κατηγορία. Το κυνήγι του κέρδους των μεγάλων επιχειρήσεων είναι αυτό που ρίχνει χαμηλά τους μισθούς των εργαζομένων, τους καταδικάζει στη φτώχεια, στην ανέχεια, στην πείνα. Οι επιχειρήσεις και το κέρδος κανονίζουν το σκοπό αξιοποίησης της γης, αν και με τι θα καλλιεργηθεί, αν θα χτιστεί, αν θα γίνει τουριστική ή βιομηχανική εγκατάσταση.
Από όποια πλευρά κι αν το κοιτάξει κανείς, θα δει πως η κάλυψη των σύγχρονων διατροφικών αναγκών δεν είναι τελικά θέμα καλών επιλογών. Είναι θέμα αντιπαράθεσης, ρήξης και τελικά ανατροπής με το οικονομικό σύστημα και τη λογική του κέρδους που το καθορίζει.
Η συνδυασμένη ικανοποίηση των λαϊκών διατροφικών αναγκών σημαίνει άφθονα, ποιοτικά, φθηνά τρόφιμα για όλους, που να καλύπτουν πλήρως τις βιολογικές και κοινωνικές ανάγκες του κάθε ανθρώπου, λαμβάνοντας υπόψη όλη τη σύγχρονη επιστημονική γνώση, ώστε να διασφαλίζεται η ευημερία των ανθρώπων, η καλύτερη δυνατή υγεία, η ανάπτυξη των παιδιών για να πιάσουν το βιολογικό δυναμικό τους, εξασφαλίζοντας συγχρόνως μέγιστη αυτάρκεια, ελαχιστοποίηση της επίδρασης στο περιβάλλον, προστασία των εργαζομένων στον αγροτικό τομέα, μόνιμη σταθερή δουλειά για όλους, σύνδεση με την επιστημονική έρευνα. Αυτές οι σύγχρονες διατροφικές ανάγκες μπορούν να καλυφθούν απ' τους εργαζόμενους στη χώρα μας, όταν πάρουν τις τύχες τους στα χέρια τους και αναπτύξουν μια παραγωγή με κριτήριο τις ανάγκες τους. Εχει πεδιάδες, βοσκοτόπια και εκτάσεις που μπορούν να αξιοποιηθούν, μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης θερμοκηπίων και άλλων εγκαταστάσεων, υψηλό επίπεδο μηχανοποίησης της γεωργίας και πάνω απ' όλα εργαζόμενους ανθρώπους που ξέρουν και μπορούν να βάλουν σε κίνηση όλα αυτά για να καλυφθούν οι ανάγκες μας, όταν η παραγωγή σταματήσει να γίνεται για το κέρδος των επιχειρήσεων και στραφεί στις ανάγκες των ανθρώπων.
Αναδημοσιευση από "Ρ" 23/2/2017     Γ. Λ.