«Χάσμα δεξιοτήτων» ή χάσμα μεταξύ των συμφερόντων των νέων αποφοίτων και του κεφαλαίου;
Αναμφίβολα,
κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τα αστικά επιτελεία ότι δεν δείχνουν
ενδιαφέρον για τη μελέτη των εκπαιδευτικών ζητημάτων, τη διαμόρφωση του
εργατικού δυναμικού που θα αποτελέσει τα μελλοντικά θύματα της
καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Παρά το γεγονός ότι η στόχευση των αστικών
μελετών είναι δεδομένη, ακριβώς επειδή το ενδιαφέρον τους είναι γνήσιο
(διακυβεύεται η κερδοφορία τους και η προοπτική τους στον ανταγωνισμό,
δεν παίζουν με αυτά...), τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγουν αξίζει να
αποτελέσουν αντικείμενο μελέτης και από τη σκοπιά του εργατικού
κινήματος. Αλλωστε, τις προοπτικές των νέων εργατών βάζουν στο στόχαστρο
τα αστικά επιτελεία.
Δυο πρόσφατες τέτοιες έρευνες
διαπιστώνουν ότι υπάρχει σημαντική αναντιστοιχία μεταξύ των απαιτήσεων
των επιχειρήσεων, από τη μια, και των εφοδίων που αποκτούν οι νέοι
εργαζόμενοι μέσω της εκπαιδευτικής διαδρομής που ακολουθούν, από την
άλλη.
Πρόκειται για τη μελέτη «Εκπαίδευση, επιχειρηματικότητα και απασχόληση: Ζητείται προσέγγιση»
που εκπόνησε το ελληνικό τμήμα του διεθνούς Μη Κυβερνητικού Οργανισμού
«Endeavor» σε συνεργασία με την ΕΥ και το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
και το special report «Σύγχρονες Δεξιότητες για Διεθνώς Ανταγωνιστικές Επιχειρήσεις: 12+1 προκλήσεις για να μειώσουμε το χάσμα δεξιοτήτων στην Ελλάδα», που επεξεργάστηκε ο Τομέας Απασχόλησης και Αγοράς Εργασίας του ΣΕΒ.
Αν
αναλογιστεί κανείς ότι η μελέτη των «Endeavor Greece» - ΕΥ - ΟΠΑ
δημοσιεύτηκε στις 26 Ιούνη, ενώ αυτή του ΣΕΒ στις 23 Γενάρη, με το
ζήτημα της ίδρυσης του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής να τίθεται και
επισήμως στο προσκήνιο στο μεσοδιάστημα, τότε γίνεται εύκολα κατανοητό
ότι οι προβληματισμοί των αστικών επιτελείων αλληλοτροφοδοτούνται με τις
πολιτικές παρεμβάσεις που αποσκοπούν στην αναμόρφωση του εκπαιδευτικού
τοπίου. Εξάλλου, αντίστοιχες συζητήσεις διεξάγονται και σε σχέση με άλλα
ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα ανά την επικράτεια.
Κυβέρνηση
και επιχειρήσεις, λοιπόν, είναι σε ανοιχτό διάλογο. Το 'να χέρι νίβει τ'
άλλο, όπως λέει και ο λαός μας, με τα δυο χέρια από κοινού να ραπίζουν
τις ανάγκες της νεολαίας για μόρφωση, δουλειά, ζωή με δικαιώματα.
Χάσμα δεξιοτήτων και ανταγωνιστικότητα
Ο
πυρήνας του προβληματισμού των αστικών επιτελείων σχετικά με το
λεγόμενο «χάσμα δεξιοτήτων» συμπυκνώνεται μέσα σε λίγες αράδες στα
συμπεράσματα στα οποία καταλήγει η μελέτη της «Endeavor Greece»: «Παρά
τα πρωτοφανή ποσοστά ανεργίας, οι περισσότεροι εργοδότες δηλώνουν
δυσκολία να βρουν το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό για να καλύψουν
συγκεκριμένες θέσεις απασχόλησης. Ενώ ο χάρτης της απασχόλησης
μεταβάλλεται δραστικά, τα προγράμματα σπουδών των πανεπιστημίων δεν
προσαρμόζονται γρήγορα, με εξαίρεση τα μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών.
Το 53% των αποφοίτων των ελληνικών πανεπιστημίων παρακολουθούν
αντικείμενα σπουδών που δε συμβάλλουν στην αναπτυξιακή προσπάθεια της
χώρας».
Αντίστοιχο είναι και το συμπέρασμα του ΣΕΒ: «Σε
συνθήκες εύθραυστης ανάκαμψης του ΑΕΠ και της απασχόλησης, η οικονομία
βιώνει το παράδοξο φαινόμενο της υψηλής ανεργίας (~20%), με σχεδόν ένα
εκατομμύριο ανέργους ακόμα, ενώ την ίδια στιγμή πολλές επιχειρήσεις δεν
μπορούν να καλύψουν θέσεις εργασίας όχι μόνον υψηλών αλλά και μεσαίων
τεχνικών προσόντων λόγω έλλειψης των κατάλληλων υποψηφίων με γνώσεις,
εμπειρία και δεξιότητες». Να πώς πετιέται το μπαλάκι στους ίδιους
τους ανέργους για τον εφιάλτη που βιώνουν, αφού φταίνε που δεν έχουν
συγκεντρώσει τις απαιτούμενες δεξιότητες, ώστε να καταλάβουν τις θέσεις
εργασίας που οι μεγαλοεπιχειρηματίες περιμένουν... με ανοιχτές αγκάλες
να τους δώσουν, με τον ΣΕΒ, ταυτόχρονα, να πιέζει για περαιτέρω
προσαρμογές της Εκπαίδευσης στις εφήμερες ανάγκες του κεφαλαίου. Μ' ένα
σμπάρο δυο τρυγόνια, δηλαδή!
Τονίζοντας τη σημασία που δίνει στο πρόβλημα, ο ΣΕΒ αναφέρει το παράδειγμα της εγχώριας ζυθοποιίας, «που
ενώ βρίσκεται σε μια δυναμική τροχιά ανόδου, δεν υποστηρίζεται από
τεχνικές σχολές ζυθοποιών και δυσκολεύεται να καλύψει τις αντίστοιχες
θέσεις».
Το παράδειγμα αυτό δείχνει και το κοντόφθαλμο όσων
αναζητούν στη διασύνδεση των εκπαιδευτικών δομών με τις επιχειρήσεις την
απάντηση στο αγωνιώδες ερώτημα των σπουδαστών για το πώς θα μπορούσαν,
μέσω των σπουδών τους, να διασφαλίσουν καλύτερες προοπτικές για την
επαγγελματική τους αποκατάσταση: Το αν ο συγκεκριμένος κλάδος θα
συνεχίσει να έχει την ίδια αναπτυξιακή δυναμική που παρουσιάζει σήμερα
(και δεν παρουσίαζε πριν από λίγα χρόνια) δεν μπορεί να δεσμεύει τις
προοπτικές ενός σπουδαστή να βρει δουλειά με ικανοποιητικούς όρους. Μια
τέτοια δουλειά αποτελεί ανάγκη για τον σπουδαστή, ανεξάρτητα από τους
κύκλους που κάνει η καπιταλιστική οικονομία. Οι καπιταλιστές μπορούν να
επανατοποθετούν τα κεφάλαιά τους εκεί που θα βρουν καλύτερες ευκαιρίες
για να τα δουν να αβγαταίνουν, όμως ο σπουδαστής που έχει χάσει το
στοίχημα, δεσμεύοντας τις σπουδές του στις πρόσκαιρες προτεραιότητες
ενός κλάδου της οικονομίας, θα νιώσει να χάνεται η γη κάτω από τα πόδια
του.
Από την άποψη αυτή, θα πρέπει να κριθεί και ο σχεδιασμός των
αστών για την αντιμετώπιση του «χάσματος δεξιοτήτων». Αλλωστε, δεν είναι
η πρώτη φορά που εντοπίζεται το ζήτημα, καθώς, όπως είναι εν μέρει
λογικό, λόγω των συχνών αναπροσαρμογών στις προτεραιότητές τους, ψάχνουν
κάθε φορά εργαζόμενους με συγκεκριμένες δεξιότητες, οι οποίες στο
προηγούμενο ή στο επόμενο διάστημα δεν θα είναι εξίσου περιζήτητες.
Ετσι, ο προσανατολισμός των αστικών επιτελείων επικεντρώνεται κάθε φορά
στους κλάδους και υποκλάδους που προκρίνονται στην παρούσα φάση από το
εγχώριο κεφάλαιο. Οπως, εξάλλου, σημειώνεται στη μελέτη των «Endeavor
Greece» - ΕΥ - ΟΠΑ, «το πρόβλημα γίνεται ιδιαίτερα αισθητό στους
κλάδους αιχμής της ελληνικής οικονομίας, εκείνους, δηλαδή, που
ανταποκρίνονται περισσότερο στις απαιτήσεις των νέων δεδομένων». Τα
δεδομένα, όμως, όπως τα τελευταία χρόνια έχουν αποδείξει εμφατικά ακόμα
και σε όσους δεν ασπάζονται τη μαρξιστική οικονομική ανάλυση, αλλάζουν
διαρκώς.
Αυτή είναι και η βάση που καταδικάζει τους νέους στο
αέναο κυνήγι τίτλων, προσόντων και δεξιοτήτων, στο έδαφος της αποστέωσης
της μεγάλης πλειοψηφίας των προγραμμάτων σπουδών από σύγχρονο και
ολοκληρωμένο επιστημονικό περιεχόμενο, που θα έδινε στον απόφοιτο τη
δυνατότητα να παρακολουθεί τις εξελίξεις στο επιστημονικό του
αντικείμενο. Ο απόφοιτος με απαξιούμενες δεξιότητες, όμως, είναι πιο
ευάλωτος απέναντι στις ορέξεις των εργοδοτών, οι οποίοι παράλληλα
βρίσκουν περιθώριο να θησαυρίσουν κι άλλο, αναπτύσσοντας και την
επικερδή για αυτούς αγορά εκπαιδευτικών υπηρεσιών, στο πλαίσιο της
περίφημης «διά βίου κατάρτισης».
Το διακύβευμα της συζήτησης
Η
μετατόπιση της συζήτησης από το επιστημονικό περιεχόμενο των σπουδών
στο επίπεδο των δεξιοτήτων επιτρέπει στους αστούς αναλυτές να
διαπιστώνουν ταυτόχρονα ότι «η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια στο over
qualification, αφού έχει το υψηλότερο ποσοστό εργαζομένων (26%) με
υπερβάλλοντα προσόντα, ενώ μόλις το 55% έχει εναρμονισμένα προσόντα», όπως επισημαίνεται στη μελέτη των «Endeavor Greece» - ΕΥ - ΟΠΑ, αλλά και ότι «στα
χρόνια της κρίσης η ψαλίδα που χώριζε την Ελλάδα από την υπόλοιπη
Ευρώπη στα επαγγέλματα υψηλών δεξιοτήτων διπλασιάστηκε από τις 5 στις 10
μονάδες», σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat που επικαλείται η μελέτη του ΣΕΒ.
Το
διακύβευμα για τους αστούς είναι η αποδυνάμωση των ελληνικών
επιχειρήσεων στην αρένα του ανταγωνισμού με τα υπόλοιπα μονοπώλια της ΕΕ
στους αντίστοιχους κλάδους, καθώς, όπως επισημαίνει ο ΣΕΒ, «ενώ
η Ελλάδα μέχρι το 2010 παρουσίαζε παρόμοιους με τις υπόλοιπες
ευρωπαϊκές χώρες ρυθμούς ενίσχυσης των επαγγελμάτων υψηλών δεξιοτήτων σε
βάρος των επαγγελμάτων μεσαίων και χαμηλών δεξιοτήτων, οι ρυθμοί έκτοτε
έχουν αντιστραφεί». Στη μελέτη των «Endeavor Greece» - ΕΥ - ΟΠΑ εντοπίζεται ότι, μεταξύ των ετών 2008 - '09 και 2015 - '16, «οι ρυθμοί αύξησης ή μείωσης των επιμέρους τομέων σπουδών δε συμβαδίζουν με τις ραγδαίες αλλαγές στην ελληνική οικονομία».
Δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς, βεβαίως, ότι τόσο πριν όσο και μετά το
2008 ή το 2010, σωρεία ήταν οι ευθυγραμμισμένες με τη στρατηγική του
κεφαλαίου παρεμβάσεις στην Ανώτατη Εκπαίδευση, κάτι που δεν απέτρεψε τη
δημιουργία του «χάσματος». Αρα, είτε οι πολιτικοί εκπρόσωποι του
κεφαλαίου ήταν όλα τα προηγούμενα χρόνια μύωπες και τώρα αναζητούνται οι
ανοιχτομάτηδες, είτε οι αντιφάσεις της καπιταλιστικής οικονομίας
αντανακλώνται αναπόφευκτα και σε αντιφάσεις στην αστική Εκπαίδευση.
Μάλλον το δεύτερο ισχύει...
Αξίζει, μάλιστα, να σημειωθεί ότι
αντίστοιχη προβληματική αναπτύσσεται και διεθνώς. Οπως σημειώνεται στη
μελέτη των «Endeavor Greece» - ΕΥ - ΟΠΑ, «η αναντιστοιχία δεξιοτήτων
είναι ένα διεθνές φαινόμενο που έχει οξυνθεί ειδικά στην Ευρώπη μετά το
2008, κυρίως στους υψηλής εκπαίδευσης εργαζόμενους. Στην Ευρώπη, το
ποσοστό των εργαζομένων με ανεπαρκή προσόντα (under qualification) είναι
στο 31%». Η σφραγίδα της καπιταλιστικής κρίσης έχει αφήσει ισχυρό
το αποτύπωμά της και εύλογα οι καπιταλιστές προσπαθούν να
προετοιμαστούν, καθώς οι ενδείξεις νέας, επικείμενης κρίσης ολοένα και
πληθαίνουν. Ως προς την πανευρωπαϊκή διάσταση του προβλήματος,
σημειώνεται ότι «σύμφωνα με τη Διεύθυνση Απασχόλησης της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής, 27% των κενών θέσεων εργασίας δεν καλύπτεται λόγω ανεπαρκούς
εκπαίδευσης των υποψηφίων, ενώ άνω του 40% των εργοδοτών αναφέρει ότι
αδυνατεί να βρει το προσωπικό που χρειάζεται». Φαίνεται, λοιπόν, ότι
ούτε οι βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές, που διαρκώς επικαλούνται οι
εκάστοτε αστικές κυβερνήσεις, δεν μπορούν να λύσουν τα προβλήματα που
εντοπίζουν οι αστοί αναλυτές.
Επιστρέφοντας στα καθ' ημάς, η
μελέτη του ΣΕΒ επισημαίνει ότι, σύμφωνα με τον Δείκτη «Making Skills
Work Index» του CEDEFOP, η Ελλάδα είναι ουραγός στην ανάπτυξη και
αξιοποίηση δεξιοτήτων εντός της ΕΕ και, από την επεξεργασία και μελέτη
των αποτελεσμάτων των μετρήσεων που διεξάγει ο ΟΟΣΑ, καταλήγει σε
«ανησυχητικά» για τους βιομήχανους συμπεράσματα, καθώς «οι νεότερες γενιές φαίνεται να μην υπερτερούν σε επιδόσεις έναντι των παλαιότερων», ενώ η επίδραση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στην Ελλάδα «είναι ασθενέστερη σε σχέση με τις άλλες χώρες του ΟΟΣΑ».
Ο ΣΕΒ εκτιμά ότι «το
επίπεδο των δεξιοτήτων δεν διαφοροποιείται ανάλογα με την κατάσταση
απασχόλησης, δηλαδή, δεν παρατηρούνται υψηλότερα ποσοστά απασχόλησης για
τους εξειδικευμένους», επιβεβαιώνοντας, ουσιαστικά, ότι η άποψη πως
οι απόφοιτοι δεν βρίσκουν δουλειά επειδή από τις σπουδές στα ελληνικά
ιδρύματα λείπει η εξειδίκευση δεν ευσταθεί. Η άποψη αυτή, που διαχέεται
τεχνηέντως από πολλές πλευρές, καταλήγει, δυστυχώς, να τροφοδοτεί σε
σημαντικό βαθμό τις αναζητήσεις των σπουδαστών, αφού, όπως αναφέρεται
στη μελέτη των «Endeavor Greece» - ΕΥ - ΟΠΑ, «το 82% των νέων θεωρεί ότι το εκπαιδευτικό σύστημα δεν τους προετοιμάζει για την αγορά εργασίας».
Πάντως,
οι διαπιστώσεις της μελέτης διαψεύδουν την άποψη αυτή. Οι κύριοι λόγοι
στους οποίους αποδίδεται η τελευταία θέση της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή
κατάταξη στην απασχόληση των πτυχιούχων, με έναν στους δύο νέους Ελληνες
πτυχιούχους (αποφοίτηση 1 έως 3 χρόνια) να μη βρίσκει δουλειά, είναι «ο
πολύ χαμηλός ρυθμός δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας (στον ιδιωτικό
τομέα, τον Ιούλιο 2016 υπήρχαν μόνο 15.000 κενές θέσεις εργασίας) και η
αναντιστοιχία μεταξύ της προσφοράς εργασίας (π.χ. πολιτικοί μηχανικοί
και αρχιτέκτονες) και της ζήτησης». Ζητήματα, δηλαδή, που αφορούν
ουσιαστικά την ίδια την καπιταλιστική οργάνωση της οικονομίας και την
αναρχία που τη διέπει, που αναπόφευκτα αντανακλάται και στην Εκπαίδευση.
Τις πταίει;
Η μελέτη των «Endeavor Greece» - ΕΥ - ΟΠΑ εντοπίζει ως πηγή του κακού τα «απαρχαιωμένα προγράμματα σπουδών»
(τι κι αν αυτά έχουν ξεχαρβαλωθεί, αλλάζουν κάθε λίγο και λιγάκι στο
όνομα του δήθεν εκσυγχρονισμού τους και της σύνδεσης με τις απαιτήσεις
της ιερής αγελάδας που λέγεται αγορά εργασίας;), την «απουσία πρακτικής γνώσης και ανάπτυξης soft skills1»
(καλώντας ουσιαστικά σε μεγαλύτερη ευελιξία και λιγότερη έμφαση στην
ολοκληρωμένη και σε βάθος κάλυψη του επιστημονικού αντικειμένου, με
παράλληλη ενίσχυση της επιχειρηματικής διάστασης) και, φυσικά, την «περιορισμένη σύνδεση Πανεπιστημίων με τον πραγματικό κόσμο»
(σαλπίζοντας έτσι για την περαιτέρω άλωση των ιδρυμάτων από το
κεφάλαιο, σε όλες τις πτυχές της λειτουργίας τους, με έμφαση στις
σπουδές).
Δεν προξενεί έκπληξη ότι οι αστοί είναι έτοιμοι να
προτείνουν λύσεις. Λύσεις, βέβαια, από τη δική τους σκοπιά, γιατί από τη
σκοπιά των εργατών είναι προφανές ότι τέτοιες λύσεις, όπως άλλωστε και
όσες αντίστοιχες υιοθετήθηκαν μέχρι τώρα, κανένα θετικό αντίκρισμα δεν
θα έχουν για τη νεολαία. Εξάλλου, αποτέλεσμα της υλοποίησης της δικής
τους στρατηγικής είναι η κατάσταση που οι ίδιοι περιγράφουν με τόσο
μελανά χρώματα. Δεν θα μπορούσε, άλλωστε, να είναι και διαφορετικά, αφού
η σπατάλη και η απαξίωση εργατικού δυναμικού, η ανεργία, η αναρχία στην
οργάνωση της οικονομίας είναι στοιχεία που βρίσκονται στο DNA του
καπιταλισμού και αναπαράγονται με διαφορετική ένταση στις διάφορες
φάσεις του κύκλου της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Οσο ο δεσμός σπουδών -
δουλειάς καθορίζεται στη βάση των συμφερόντων του κεφαλαίου, τόσο θα
παραμένει ίδια η κατάσταση.
Ο ΣΕΒ, λοιπόν, μεταξύ άλλων, προτείνει «τη σύνδεση των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας», με «συμμετοχή των επιχειρήσεων στη διαμόρφωση εκπαιδευτικών προγραμμάτων» (η περαιτέρω άλωση που λέγαμε...), τη «δημιουργία
συμβουλίων δεξιοτήτων (skills councils) με εκπροσώπους των επιχειρήσεων
και της εκπαίδευσης σε κρίσιμους και εξωστρεφείς κλάδους της
οικονομίας» και την «ανάπτυξη νέου τύπου πιστοποιημένων
επαγγελματικών περιγραμμάτων (...) τα οποία (...) θα αποτελούν τη βάση
σχεδιασμού των προγραμμάτων αναβάθμισης των επαγγελματικών δεξιοτήτων,
των διδακτικών ενοτήτων και των προσδοκώμενων μαθησιακών αποτελεσμάτων
τους» (έχει κανείς αμφιβολία πού οδηγεί η συζήτηση για την
πιστοποίηση των προγραμμάτων σπουδών;). Οι «Endeavor Greece» - ΕΥ - ΟΠΑ
επίσης προτείνουν την «ίδρυση business advisory councils, κατά το
πρότυπο πολλών πανεπιστημίων του εξωτερικού», καθώς και, για τους
καθηγητές των ιδρυμάτων, τη «συνεργασία με τις επιχειρήσεις στη διάρκεια
μιας εκπαιδευτικής άδειας (sabbatical)».
Στη μελέτη των «Endeavor Greece» - ΕΥ - ΟΠΑ τίθεται πιεστικά το θέμα της πρακτικής άσκησης, επισημαίνοντας ότι «το 76% των νέων πτυχιούχων δεν έχει κάνει πρακτική άσκηση» και τονίζοντας ότι «ο
θεσμός της πρακτικής άσκησης πρέπει να επεκταθεί, αλλά και να οργανωθεί
με πιο συστηματικό τρόπο και να δημιουργηθεί ένα ευέλικτο θεσμικό
πλαίσιο για τη λειτουργία του». «Προϋπόθεση, βέβαια, για αυτό είναι τα προγράμματα άσκησης να είναι προσαρμοσμένα στις ανάγκες των επιχειρήσεων», όπως τονίζεται, ενώ προτρέπουν ακόμα και σε πρακτική άσκηση στο εξωτερικό.
Φυσικά,
δεν τους αρκούν αυτά. Οι καπιταλιστές επιζητούν την ολοκληρωμένη
αναμόρφωση του χάρτη της Ανώτατης Εκπαίδευσης, αφού κρίνουν ότι η
σημερινή δομή και διάρθρωσή της δεν αντιστοιχεί στις τρέχουσες ανάγκες
και προτεραιότητές τους. Ετσι, στη μελέτη των «Endeavor Greece» - ΕΥ -
ΟΠΑ τονίζεται πως απαιτείται η χάραξη «μιας εθνικής στρατηγικής για τη
σύνδεση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με την απασχόληση», στο πλαίσιο της
οποίας «η Πολιτεία, σε συνεργασία με την ακαδημαϊκή και την
επιχειρηματική/ επαγγελματική κοινότητα, θα πρέπει να επανεξετάσει τους
αριθμούς των εισακτέων ανά πανεπιστημιακή σχολή και γνωστικό αντικείμενο
και να τους προσαρμόσει στις σύγχρονες τάσεις της παγκόσμιας
οικονομίας, αλλά και στις επιτακτικές ανάγκες της χώρας μας». Αντίστοιχα ισχύει και για τα ΤΕΙ, τα οποία «από
τη φύση τους, είναι περισσότερο προσανατολισμένα στις ανάγκες της
αγοράς, χωρίς, όμως, και εδώ να προκύπτει η ύπαρξη ενός μακροπρόθεσμου
στρατηγικού σχεδιασμού». Εξ ου και επισημαίνεται ότι συνολικά στην Ανώτατη Εκπαίδευση «είναι
σημαντικό να ενισχυθούν περαιτέρω και άλλες ειδικότητες, που συνδέονται
πιο άμεσα με τις αναπτυξιακές κατευθύνσεις και απαιτήσεις της χώρας». Αμφιβάλλει μήπως κανείς για το πού αποσκοπούν οι αλλαγές που προωθούνται αυτήν την περίοδο στο χάρτη της Ανώτατης Εκπαίδευσης;
Το μεγάλο ντέρτι τους, όμως, δεν είναι άλλο από τα προγράμματα σπουδών, αφού, όπως διαπιστώνουν, «το γνωστικό επίπεδο των νέων δεν ανταποκρίνεται στα σημερινά δεδομένα».
Η μη ανταπόκριση, όπως είδαμε, δεν έχει τόσο να κάνει με το επίπεδο και
την επιστημοσύνη, αλλά με τον προσανατολισμό, εξ ου και ο ζητούμενος
επανασχεδιασμός των προγραμμάτων σπουδών «προϋποθέτει σαφή κατανόηση
των τάσεων της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά και την αμεσότερη εμπλοκή
εκπροσώπων της επιχειρηματικής κοινότητας σε επίπεδο σχολών».
Η
συζήτηση για το «χάσμα δεξιοτήτων» ουσιαστικά αναδεικνύει το χάσμα
μεταξύ των συμφερόντων των νέων αποφοίτων και του κεφαλαίου. Οι μεν
αναζητούν ποιοτικές σπουδές και πτυχία που θα τους εξασφαλίζουν δουλειά
στο αντικείμενο των σπουδών τους, με καλούς όρους και πλήρη δικαιώματα.
Οι δε αναζητούν ευέλικτο προς εκμετάλλευση εργατικό δυναμικό, που θα
μπορούν κάθε τόσο να το βγάζουν για... απόσυρση και να το αντικαθιστούν
με τα... νέα μοντέλα. Το χάσμα είναι αγεφύρωτο. Κανένα συμφέρον δεν
έχουν οι σπουδαστές να υιοθετήσουν τις θέσεις των αστών για την
εκπαίδευση. Η απάντηση στις αγωνίες των σπουδαστών βρίσκεται στη
συμπόρευση με το ΚΚΕ, στο ταξικό κίνημα, τον εφιάλτη που εδώ και 100
χρόνια στοιχειώνει τους αστούς και τα επιτελεία τους, βάζοντας στην
προμετωπίδα των αγώνων της εργατικής τάξης την ικανοποίηση των σύγχρονων
αναγκών αυτών που με τον κόπο των χεριών και του μυαλού τους
δημιουργούν τον πλούτο, που σήμερα λυμαίνονται όσοι καταδικάζουν τη
νεολαία στον κυκεώνα της ανασφάλειας.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
1.
Πρόκειται, όπως αναφέρεται, για τα προσόντα εκείνα και τα στοιχεία του
χαρακτήρα που συνδέονται με την κατανόηση της λειτουργίας μιας
επιχείρησης και του ρόλου του εργαζόμενου σε αυτήν...
Του Δημήτρη ΚΟΙΛΑΚΟΥ Από "Ρ" 7/2/2018