Για τις προτάσεις του κυβερνητικού «διαλόγου»



Για τις προτάσεις του κυβερνητικού «διαλόγου» για το σύστημα πρόσβασης στην Ανώτατη Εκπαίδευση

Οι έννοιες της «αυτονομίας», της «ευελιξίας» και των «εξατομικευμένων σπουδών» από την Πρωτοβάθμια έως την Ανώτατη Εκπαίδευση είναι κεντρικές και διαπερνούν το σύνολο του πνεύματος των 130 περίπου σελίδων του πορίσματος της Επιτροπής Εθνικού Διαλόγου για την Παιδεία. Και είναι αυτές οι βασικές έννοιες που έρχονται και επανέρχονται στις οδηγίες και τις εκθέσεις του ΟΟΣΑ, είναι οι ίδιες έννοιες - στόχοι που υπηρετούσαν όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις στην Παιδεία, είναι συστατικά στοιχεία της στρατηγικής για την εκπαιδευτική πολιτική που έχει χαράξει η ΕΕ. Και, φυσικά, για το λαϊκό κίνημα οι έννοιες αυτές είναι εμπεδωμένο ότι σημαίνουν ένταση της ταξικής διαφοροποίησης της Εκπαίδευσης και των ταξικών φραγμών, παροχή ευκαιριών αντί για δικαιώματα, αναπαραγωγή μιας μεγάλης μάζας ευέλικτου εργατικού δυναμικού.

Μέσα σε αυτό το γενικό πνεύμα εντάσσεται και η πρόταση της Επιτροπής Διαλόγου για το Λύκειο, την πρόσβαση στην Ανώτατη Εκπαίδευση και την κινητικότητα των φοιτητών, μια πρόταση που η ίδια η Επιτροπή την ξεχωρίζει, την ονομάζει «το τρίπτυχο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης» και την παρουσίασε ξεχωριστά χτες σε συνέντευξη Τύπου.
Τι σημαίνει η πριμοδότηση των λίγων επιλογών των υποψηφίων.
Η βασική πρόταση στην οποία επικεντρώνει η Επιτροπή για την πρόσβαση στην Ανώτατη Εκπαίδευση (και μάλιστα προτείνει την υιοθέτησή της από την ερχόμενη σχολική χρονιά στο σύστημα των πανελλαδικών εξετάσεων, καθώς τη θεωρεί άμεσα εφαρμόσιμη!) είναι η υιοθέτηση ενός συντελεστή που θα πριμοδοτεί τους υποψήφιους που επιλέγουν λίγες σχολές. Σύμφωνα με το πόρισμα: «Ο συντελεστής προτεραιότητας για την πρόσβαση σε ένα τμήμα εξαρτάται από τον αριθμό των επιλογών. Όσο λιγότερες είναι οι επιλογές, τόσο ισχυρότερος ο συντελεστής επιλογής. Επομένως ανάμεσα σε δυο υποψηφίους που έχουν ένα τμήμα ως πρώτη επιλογή, ο συντελεστής της πρώτης επιλογής εκείνου που δηλώνει λιγότερες επιλογές (εμφανίζεται επομένως με μεγαλύτερη βεβαιότητα για αυτές) είναι μεγαλύτερος από εκείνου που δηλώνει περισσότερες επιλογές και επομένως μικρότερη βεβαιότητα».
Για πολλά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι φοιτητές με την παρακολούθηση και την ολοκλήρωση των σπουδών τους, ο πρόεδρος της Επιτροπής, Α. Λιάκος, στην εισαγωγή του πορίσματος εκτιμά ως μοναδική αιτία ότι «οι φοιτητές δε σπουδάζουν αυτό που τους ταιριάζει». Βέβαια, ο Α. Λιάκος φαίνεται απλώς να προσπερνά το γεγονός ότι μεγάλο ποσοστό των φοιτητών αναγκάζεται να δουλεύει παράλληλα με τις σπουδές, ότι οι δωρεάν υποδομές για την εξασφάλιση στέγασης, σίτισης, μετακινήσεων είναι σχεδόν ανύπαρκτες, προσπερνά ακόμα και το γεγονός ότι η επιλογή σχολής και σπουδών από τους υποψήφιους των εξετάσεων γίνεται πλέον και με κριτήριο το κόστος των σπουδών. Ακόμα κι αν αφήσουμε στην άκρη όμως όλους αυτούς τους παράγοντες που οδηγούν στην καθυστέρηση ή την εγκατάλειψη των σπουδών, και πάλι τίθεται το ερώτημα: Πώς προετοιμάζει το σχολείο τους μαθητές για να ανακαλύψουν τι τους ταιριάζει; Αυτός ο προβληματισμός όμως δεν υπάρχει ουσιαστικά στο πόρισμα της Επιτροπής. Σύμφωνα με τον Α. Λιάκο, οι φοιτητές καταλήγουν να σπουδάζουν «αυτό που τους επιτάσσει ένα ανώνυμο σύστημα, μια γραφειοκρατία χωρίς πρόσωπο», κι έτσι οι πανελλαδικές εξετάσεις δημιουργούν κάθε χρόνο ένα ντόμινο και μια «στρατιά των αποτυχημένων». Αυτό που προτείνεται ως αντικατάσταση όμως από την Επιτροπή είναι ένα νέο «ανώνυμο σύστημα», μια νέα «γραφειοκρατία», που θα είναι μάλιστα πιο σκληρή για τα παιδιά των λαϊκών στρωμάτων. Ο υποψήφιος, και με το νέο σύστημα που προτείνεται, θα επιλέγει σχολή με κριτήριο πέρα από το «τι πραγματικά θέλω» και με το «ποια σχολή μπορώ να πιάσω», που πάλι οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα με σήμερα.
Στην πραγματικότητα, όσο λιγότερες επιλογές σχολών έχουν οι υποψήφιοι, αντικειμενικά, τόσο το σύστημα γίνεται πιο ανταγωνιστικό. Δηλαδή, τόσο εντονότερος γίνεται ο φόβος της αποτυχίας, τόσο αυξάνονται τα ψυχοφθόρα χαρακτηριστικά του συστήματος, τόσο ενισχύεται ο παράγοντας τύχη. Εξάλλου, οι υποψήφιοι των λαϊκών στρωμάτων έχουν ήδη από «σήμερα» μειώσει τις επιλογές σχολών (π.χ. αυτοί που γνωρίζουν ότι δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν οικονομικά να σπουδάσουν σε μια άλλη πόλη, απλώς δεν τη δηλώνουν), αλλά αυτό δεν έχει αλλάξει το χαρακτήρα του συστήματος.
Από την άλλη, η πριμοδότηση του περιορισμού των επιλογών δεν αλλάζει το χαρακτήρα των σχολών «υψηλής ζήτησης» και «χαμηλής ζήτησης», ο οποίος καθορίζεται κατά βάση από την επαγγελματική προοπτική των αποφοίτων και από άλλους κοινωνικούς παράγοντες και σε τελική ανάλυση από την ίδια την παραγωγή που βρίσκεται στα χέρια των καπιταλιστών και τις κάθε φορά ανάγκες της.
Η πριμοδότηση ουσιαστικά θα ευνοεί όχι γενικά και αόριστα τους μαθητές να ακολουθήσουν αυτό που θέλουν αλλά εκείνους που έχουν την «άνεση» αν δεν πετύχουν στη σχολή που επιθυμούν να ακολουθήσουν το δρόμο του εξωτερικού.
Εξάλλου, παρότι η Επιτροπή χύνει πολύ μελάνι για να μας πείσει ότι με αυτόν τον συντελεστή για τις επιλογές των υποψηφίων όλοι θα εισέρχονται στις σχολές που επιθυμούν και παράλληλα δεν θα υπάρχουν τμήματα χωρίς φοιτητές, στο τρίτο μέρος του «τρίπτυχου μεταρρύθμισης» που αφορά την κινητικότητα φοιτητών, προτείνει μεταξύ άλλων: «Να δημιουργηθεί ηλεκτρονική πλατφόρμα μεταγραφών στο υπουργείο Παιδείας. Κάθε φοιτητής να μπορεί να υποβάλλει αίτηση μεταφοράς των πιστωτικών του μονάδων από ένα Τμήμα σε ένα άλλο, του ιδίου ή άλλου ΑΕΙ κάθε Σεπτέμβριο. Μπορεί να κάνει έως 5 αιτήσεις. Η κινητικότητα δεν ισχύει από την περιφέρεια προς την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη». Αφού όμως ο καθένας θα σπουδάζει αυτό που επιθυμεί γιατί χρειάζεται αυτή η πρόβλεψη; Αφού δεν θα υπάρχουν τμήματα χαμηλής ζήτησης χωρίς φοιτητές, γιατί μπαίνει ο περιορισμός μετεγγραφών σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη;
Μετατροπή του Λυκείου σε διετές φροντιστήριο
Η δεύτερη πλευρά του «τρίπτυχου μεταρρύθμισης» είναι το ίδιο το Λύκειο. Η πρόταση της Επιτροπής αναφέρεται στην «αναδιοργάνωση της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης σε 4 χρόνια Γυμνάσιο και 2 χρόνια Λύκειο, και ιδιαίτερα στην αναμόρφωση του Προγράμματος Σπουδών του Λυκείου».
Σε αυτό το Λύκειο ο κάθε μαθητής θα διδάσκεται έξι μαθήματα, τα δύο υποχρεωτικά (Νεοελληνική Γλώσσα και Αγγλικά) και τα υπόλοιπα 4 επιλογής (προφανώς ανάλογα με το τι έχει αποφασίσει να ακολουθήσει για σπουδές), ενώ θα κάνει και τρεις ώρες γυμναστικής τη βδομάδα, για την οποία όμως δε θα βαθμολογείται και ουσιαστικά δε θεωρείται καν μάθημα. Στο πόρισμα σημειώνεται ότι «όλα τα μαθήματα θα προσφέρονται σε δύο επίπεδα: το βασικό και το υψηλό. Για να πάρει κανείς Εθνικό Απολυτήριο, θα πρέπει να επιλέξει τουλάχιστον τρία από τα έξι μαθήματα σε υψηλό επίπεδο». Δηλαδή, μιλάμε για ένα Λύκειο όπου εντός του θα είναι πλήρως διαφοροποιημένοι οι «καλοί» από τους πιο αδύναμους μαθητές, ώστε οι «καλοί» να γίνονται καλύτεροι και οι αδύναμοι απλώς να επιβιώνουν...
Νέα στοιχεία σε αυτό το Λύκειο είναι επίσης η θέσπιση του «καθηγητή συμβούλου» και η εκπόνηση από τους μαθητές ενός εκτεταμένου δοκιμίου.
Στο τέλος της Β' Λυκείου οι μαθητές θα εξετάζονται για να λάβουν το Εθνικό Απολυτήριο, που θα αποτελεί το κατώφλι για την πρόσβαση στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Στις εξετάσεις αυτές αφήνεται ανοιχτό το ενδεχόμενο να υπάρχει και τράπεζα θεμάτων: «Τα θέματα ορίζονται είτε με ενιαία διαδικασία (λ.χ. από τον οργανισμό εξετάσεων ώστε να έχουν σταθμισμένη δυσκολία), είτε είναι διαφορετικά για κάθε λύκειο, αλλά θα προέρχονται από μία κοινή βάση θεμάτων, θα επιλέγονται τυχαία με χρήση αλγορίθμων και θα έχουν επίσης σταθμισμένη δυσκολία, ώστε να αποφεύγονται διακυμάνσεις», σημειώνεται στο πόρισμα. Στο βαθμό του Εθνικού Απολυτηρίου, πέρα από τις εξετάσεις, θα μετράνε ο βαθμός του εκτεταμένου δοκιμίου, οι βαθμοί όλων των εργασιών που θα κάνει ο μαθητής στη Β' Λυκείου, αλλά και οι προφορικοί βαθμοί που θα λαμβάνουν οι μαθητές στο Λύκειο. «Για να αποκτήσει ο μαθητής Εθνικό Απολυτήριο θα πρέπει να ανταποκριθεί θετικά σε όλα τα μαθήματα που έχει παρακολουθήσει κατά τις δύο τελευταίες τάξεις», λέγεται χαρακτηριστικά στο πόρισμα.
Πρακτικά, προτείνεται ένα Λύκειο που θα είναι πλήρως υποταγμένο στις εξετάσεις και τα πάντα θα μετρούν γι' αυτές. Όλο το Λύκειο υποτάσσεται στη διαδικασία πρόσβασης, μετατρέπεται ουσιαστικά σε ένα διετές φροντιστήριο. Και είναι πραγματικά αστείο το ότι η επιχειρηματολογία της Επιτροπής για την προώθηση αυτού του μοντέλου μιλάει για «αποσύνδεση από τις εισαγωγικές εξετάσεις στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση»! Όσο για τα έξι όλα κι όλα μαθήματα που θα διδάσκεται ο κάθε μαθητής, ο Α. Λιάκος επιχειρηματολογεί λέγοντας: «Η ελαχιστοποίηση των γνωστικών αντικειμένων μάς γλιτώνει από τη δύσκολη διαχείριση των δεκάδων ειδικοτήτων (άλλωστε δεν είναι δυνατόν να συνεχίσουμε να έχουμε σχολείο με 150 ειδικότητες)». Κοινώς, κλείνει το μάτι προς την κυβέρνηση ότι έτσι θα κάνει και περισσότερη οικονομία σε εκπαιδευτικούς! «Ως προς την παραπαιδεία, το καινούργιο Λύκειο δεν θα την καταργήσει, αλλά θα την μειώσει δραστικά», λέει επίσης ο Α. Λιάκος, θεωρώντας προφανώς ότι η μετατροπή του ίδιου του Λυκείου σε φροντιστήριο θα μειώσει εν μέρει την πελατεία των φροντιστηρίων.
Και το αποκορύφωμα της επιχειρηματολογίας της Επιτροπής είναι πως κάνει κριτική στο σημερινό Λύκειο λέγοντας ότι «κυριαρχεί η θεωρία της "χρήσιμης γνώσης" (συγκεκριμένα, μαθαίνω μόνο ό,τι θα χρειαστώ για τις πανελλαδικές) ενώ στη Β' και τη Γ' Λυκείου, περισσότερο από το μισό πρόγραμμα, το οποίο αναφέρεται στα μαθήματα γενικής Παιδείας, στην ουσία δεν υλοποιείται». Προφανώς γι' αυτό το λόγο η Επιτροπή πετάει εκτός Λυκείου την έννοια της «γενικής Παιδείας» και κρατάει στο νέο μοντέλο Λυκείου που προτείνει μόνο τη «χρήσιμη γνώση», την υποταγμένη στο Εθνικό Απολυτήριο και στην πρόσβαση. Από "Ρ" Τετάρτη 1/6/2016