Το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης του τριετούς προγράμματος που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός για την Παιδεία,
το οποίο αποτελεί και το 4ο μνημόνιο για την Παιδεία που
συναποφασίστηκε με τους θεσμούς, έδωσε στη δημοσιότητα το υπουργείο
Παιδείας.
Για να μη μένει καμιά αμφιβολία δε ότι πρόκειται για μνημόνιο, στις εισαγωγικές παρατηρήσεις του σχεδίου της κυβέρνησης αναφέρεται ότι: «Ο ουσιαστικός διάλογος με τους Θεσμούς με μεσο-μακροπρόθεσμη κλίμακα θα πρέπει να συνεχιστεί για να βελτιωθούν όλες οι βαθμίδες της εκπαίδευσης. Και σε αυτό το επίπεδο θα πρέπει να γίνουν αμοιβαίες δεσμεύσεις για να εφαρμοστούν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις». Ενώ στη συνέχεια περιγράφεται αναλυτικά ότι βήμα το βήμα, η σταδιακή εφαρμογή του προγράμματος θα είναι σε συνεννόηση με τους θεσμούς.
Επίσης αναφορά γίνεται και στην αναμενόμενη έκθεση του ΟΟΣΑ η οποία θα επικεντρώνεται στα θέματα της αξιολόγησης, της αποκέντρωσης και της αυτονομίας των σχολικών μονάδων και γενικότερα του εκπαιδευτικού συστήματος. Αν και η έκθεση σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα θα δημοσιευθεί τον Οκτώβρη του 2017, το υπουργείο Παιδείας βάζει μεσοπρόθεσμους στόχους να φέρει το νόμο για την «αυτο-αξιολόγηση» της σχολικής μονάδας τον ερχόμενο Ιούνη και να αρχίσει την εφαρμογή της από το σχολικό έτος 2017-18.
Σε σχέση με τα όσα είχε ανακοινώσει ο πρωθυπουργός για το τριετές πρόγραμμα, στο αναλυτικό χρονοδιάγραμμα των μέτρων εμφανίζονται κάποιες ελαφριές διαφοροποιήσεις. Για παράδειγμα, η εξαγγελία για θεσμοθέτηση υποχρεωτικής διετούς προσχολικής αγωγής, μετατρέπεται τώρα σε «εκτίμηση της ενδεχόμενης ανάγκης επέκτασης της προσχολικής αγωγής», λες και δεν είναι δεδομένη σήμερα η ανάγκη γα επέκταση της υποχρεωτικότητας της προσχολικής αγωγής με την παράλληλη ανάληψη από το κράτος των ευθυνών του για να εξασφαλιστούν οι απαραίτητες υποδομές, το προσωπικό και κυρίως το ενιαίο, επιστημονικά σχεδιασμένο πρόγραμμα για τις ανάγκες των παιδιών σε αυτές τις ηλικίες.
Αντίστοιχα, η πρωθυπουργική δέσμευση για μείωση του ανώτατου ορίου μαθητών ανά τμήμα στους 22 για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση διατυπώνεται τώρα ως: «Αξιολόγηση του πεδίου εφαρμογής ενός προγράμματος σχολικών συγχωνεύσεων προκειμένου να διευκολυνθεί η σταδιακή μείωση του αριθμού των μαθητών ανά τάξη»! Δηλαδή, η μείωση των μαθητών ανά τμήμα (που αντικειμενικά δημιουργεί την ανάγκη για περισσότερα τμήματα και εκπαιδευτικούς) θα χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα για νέες συγχωνεύσεις, προκειμένου να εξασφαλιστεί από αυτές επιπλέον προσωπικό, αφού όπως είναι γνωστό δεν προβλέπονται μόνιμοι διορισμοί εκπαιδευτικών μέσα στην τριετία.
Για τα Γυμνάσια περιγράφονται αλλαγές που έχουν ήδη γίνει από φέτος με τη μείωση ωρών διδασκαλίας και εξετάσεων, ενώ σημειώνεται ότι η ενισχυτική διδασκαλία θα προβλέπεται μετά το τέλος των προαγωγικών εξετάσεων μόνο «για τους μαθητές που δεν συγκέντρωσαν προσβάσιμο βαθμό σε ένα ή περισσότερα μαθήματα» κι όχι από την αρχή της χρονιάς για όλους τους μαθητές που έχουν ανάγκη επιπλέον βοήθειας ως ένα μέτρο ανακούφισης των οικογενειών που δεν μπορούν να ανταποκριθούν οικονομικά σε φροντιστήρια. Η περίπτωση να γίνεται ενισχυτική διδασκαλία κατά τη διάρκεια της χρονιάς επαφίεται στη βούληση των διδασκόντων, αν θέλουν να αξιοποιήσουν με αυτό τον τρόπο τις τρεις διδακτικές ώρες που μειώθηκαν τη βδομάδα και δε γίνεται λόγος για διορισμό προσωπικού για την ενισχυτική. Μέσα στον Ιούνιο προβλέπεται ακόμα για το Γυμνάσιο ότι θα υπάρξει «εκσυγχρονισμός των διατάξεων περί κυρώσεων και απουσιών των μαθητών».
Το χρονοδιάγραμμα μιλάει επίσης για εφαρμογή ενός νέου πλαισίου «λειτουργίας για τις σχολικές κοινότητες» (που είτε από τυπογραφικό λάθος είτε λόγω αντιγραφής από προηγούμενα σχέδια και μνημόνια την τοποθετεί το Δεκέμβρη του 2016).
Στο χρονοδιάγραμμα αναφορικά με την εκπαίδευση των εκπαιδευτικών που παραπέμπει στη συζήτηση που έχει ξεκινήσει για τη διδακτική επάρκεια, περιγράφεται ακόμα ότι «έχει συγκροτηθεί μια επιτροπή, αποτελούμενη από εμπειρογνώμονες του υπουργείου και πανεπιστημιακούς, η οποία θα οργανώσει τη βασική κατάρτιση των εκπαιδευτικών της προσχολικής, πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Τα πορίσματά της αναμένονται.» Επιπλέον κάτω από τον τίτλο «Εξορθολογισμός της διαχείρισης του διδακτικού προσωπικού», προβλέπεται έως το τέλος Νοέμβρη του 2017 να προχωρήσει «η ενοποίηση των συναφών τομέων/ειδικοτήτων έτσι ώστε να είναι πιο πιθανό οι εκπαιδευτικοί να καλύψουν τις ώρες διδασκαλίας τους σε ένα ή δυο σχολεία, αποκτώντας έτσι αίσθηση του "συνανήκειν" (...) να μη δαπανάται περιττή ενέργεια στη μετακίνηση από σχολείο σε σχολείο»...
Σχετικά με την ανώτατη εκπαίδευση δεν αναφέρεται ονομαστικά η συγχώνευση που είχε εξαγγείλει ο πρωθυπουργός για τα ΤΕΙ Αθήνας και Πειραιά, προλειαίνεται όμως το έδαφος για εκτεταμένες συγχωνεύσεις τύπου σχεδίου «Αθηνά», αφού προβλέπεται: «Η αξιολόγηση και ο επαναπροσδιορισμός του ρόλου των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη διαμόρφωση του Ενιαίου Χώρου, συμπεριλαμβανομένης της διοικητικής δομής τους. Η προγραμματική ενοποίηση και η βελτιστοποίηση ιδρυμάτων». Τη διαδικασία αυτή μάλιστα, θα παρακολουθεί ο υπουργός Παιδείας σε συνεργασία με τα Περιφερειακά Ακαδημαϊκά Συμβούλια (όπου συμμετέχουν εκπρόσωποι επιμελητηρίων και επιχειρήσεων) και την ΑΔΙΠ και δίνει έναν ορίζοντα διετίας για τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων. «Εάν υπάρχουν Τμήματα στο οποία δεν υπάρχουν ευκαιρίες για σπουδές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τα προγράμματα σπουδών θα πρέπει να προσαρμοστούν στην απαιτούμενη διάρκεια σπουδών και τον τύπο του πτυχίου που παρέχεται», σημειώνεται χαρακτηριστικά δείχνοντας ότι κάποια ιδρύματα/Τμήματα θα περάσουν στη σφαίρα της κατάρτισης. Σαφές κριτήριο που αναφέρεται για αυτή τη διαδικασία αναδιοργάνωσης των ιδρυμάτων είναι ότι «θα πρέπει σε όλες τις περιπτώσεις να διασφαλίζεται η βιωσιμότητα των Ιδρυμάτων», παραπέμποντας σε πρακτικές αυτοχρηματοδότησης, ανταποδοτικότητας και αναζήτησης χορηγιών και συμπράξεων με επιχειρήσεις, ενώ στο ίδιο πνεύμα, γίνεται λόγος για «καλύτερη αξιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μέσω καλύτερης διοίκησης και επαγγελματικής διαχείρισης»...
Παράλληλα (σε επιβεβαίωση των διετών προγραμμάτων που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός για το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αθήνας, το προερχόμενο από τα ΤΕΙ Αθήνας και Πειραιά) προβλέπεται: «Αναβάθμιση του καθεστώτος των ΙΕΚ μέσω της συνεργασίας με τα ΑΕΙ στο πλαίσιο του Ενιαίου Χώρου για την Ανώτατη Εκπαίδευση και την Έρευνα».
Για να μη μένει καμιά αμφιβολία δε ότι πρόκειται για μνημόνιο, στις εισαγωγικές παρατηρήσεις του σχεδίου της κυβέρνησης αναφέρεται ότι: «Ο ουσιαστικός διάλογος με τους Θεσμούς με μεσο-μακροπρόθεσμη κλίμακα θα πρέπει να συνεχιστεί για να βελτιωθούν όλες οι βαθμίδες της εκπαίδευσης. Και σε αυτό το επίπεδο θα πρέπει να γίνουν αμοιβαίες δεσμεύσεις για να εφαρμοστούν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις». Ενώ στη συνέχεια περιγράφεται αναλυτικά ότι βήμα το βήμα, η σταδιακή εφαρμογή του προγράμματος θα είναι σε συνεννόηση με τους θεσμούς.
Επίσης αναφορά γίνεται και στην αναμενόμενη έκθεση του ΟΟΣΑ η οποία θα επικεντρώνεται στα θέματα της αξιολόγησης, της αποκέντρωσης και της αυτονομίας των σχολικών μονάδων και γενικότερα του εκπαιδευτικού συστήματος. Αν και η έκθεση σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα θα δημοσιευθεί τον Οκτώβρη του 2017, το υπουργείο Παιδείας βάζει μεσοπρόθεσμους στόχους να φέρει το νόμο για την «αυτο-αξιολόγηση» της σχολικής μονάδας τον ερχόμενο Ιούνη και να αρχίσει την εφαρμογή της από το σχολικό έτος 2017-18.
Σε σχέση με τα όσα είχε ανακοινώσει ο πρωθυπουργός για το τριετές πρόγραμμα, στο αναλυτικό χρονοδιάγραμμα των μέτρων εμφανίζονται κάποιες ελαφριές διαφοροποιήσεις. Για παράδειγμα, η εξαγγελία για θεσμοθέτηση υποχρεωτικής διετούς προσχολικής αγωγής, μετατρέπεται τώρα σε «εκτίμηση της ενδεχόμενης ανάγκης επέκτασης της προσχολικής αγωγής», λες και δεν είναι δεδομένη σήμερα η ανάγκη γα επέκταση της υποχρεωτικότητας της προσχολικής αγωγής με την παράλληλη ανάληψη από το κράτος των ευθυνών του για να εξασφαλιστούν οι απαραίτητες υποδομές, το προσωπικό και κυρίως το ενιαίο, επιστημονικά σχεδιασμένο πρόγραμμα για τις ανάγκες των παιδιών σε αυτές τις ηλικίες.
Αντίστοιχα, η πρωθυπουργική δέσμευση για μείωση του ανώτατου ορίου μαθητών ανά τμήμα στους 22 για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση διατυπώνεται τώρα ως: «Αξιολόγηση του πεδίου εφαρμογής ενός προγράμματος σχολικών συγχωνεύσεων προκειμένου να διευκολυνθεί η σταδιακή μείωση του αριθμού των μαθητών ανά τάξη»! Δηλαδή, η μείωση των μαθητών ανά τμήμα (που αντικειμενικά δημιουργεί την ανάγκη για περισσότερα τμήματα και εκπαιδευτικούς) θα χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα για νέες συγχωνεύσεις, προκειμένου να εξασφαλιστεί από αυτές επιπλέον προσωπικό, αφού όπως είναι γνωστό δεν προβλέπονται μόνιμοι διορισμοί εκπαιδευτικών μέσα στην τριετία.
Για τα Γυμνάσια περιγράφονται αλλαγές που έχουν ήδη γίνει από φέτος με τη μείωση ωρών διδασκαλίας και εξετάσεων, ενώ σημειώνεται ότι η ενισχυτική διδασκαλία θα προβλέπεται μετά το τέλος των προαγωγικών εξετάσεων μόνο «για τους μαθητές που δεν συγκέντρωσαν προσβάσιμο βαθμό σε ένα ή περισσότερα μαθήματα» κι όχι από την αρχή της χρονιάς για όλους τους μαθητές που έχουν ανάγκη επιπλέον βοήθειας ως ένα μέτρο ανακούφισης των οικογενειών που δεν μπορούν να ανταποκριθούν οικονομικά σε φροντιστήρια. Η περίπτωση να γίνεται ενισχυτική διδασκαλία κατά τη διάρκεια της χρονιάς επαφίεται στη βούληση των διδασκόντων, αν θέλουν να αξιοποιήσουν με αυτό τον τρόπο τις τρεις διδακτικές ώρες που μειώθηκαν τη βδομάδα και δε γίνεται λόγος για διορισμό προσωπικού για την ενισχυτική. Μέσα στον Ιούνιο προβλέπεται ακόμα για το Γυμνάσιο ότι θα υπάρξει «εκσυγχρονισμός των διατάξεων περί κυρώσεων και απουσιών των μαθητών».
Το χρονοδιάγραμμα μιλάει επίσης για εφαρμογή ενός νέου πλαισίου «λειτουργίας για τις σχολικές κοινότητες» (που είτε από τυπογραφικό λάθος είτε λόγω αντιγραφής από προηγούμενα σχέδια και μνημόνια την τοποθετεί το Δεκέμβρη του 2016).
Στο χρονοδιάγραμμα αναφορικά με την εκπαίδευση των εκπαιδευτικών που παραπέμπει στη συζήτηση που έχει ξεκινήσει για τη διδακτική επάρκεια, περιγράφεται ακόμα ότι «έχει συγκροτηθεί μια επιτροπή, αποτελούμενη από εμπειρογνώμονες του υπουργείου και πανεπιστημιακούς, η οποία θα οργανώσει τη βασική κατάρτιση των εκπαιδευτικών της προσχολικής, πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Τα πορίσματά της αναμένονται.» Επιπλέον κάτω από τον τίτλο «Εξορθολογισμός της διαχείρισης του διδακτικού προσωπικού», προβλέπεται έως το τέλος Νοέμβρη του 2017 να προχωρήσει «η ενοποίηση των συναφών τομέων/ειδικοτήτων έτσι ώστε να είναι πιο πιθανό οι εκπαιδευτικοί να καλύψουν τις ώρες διδασκαλίας τους σε ένα ή δυο σχολεία, αποκτώντας έτσι αίσθηση του "συνανήκειν" (...) να μη δαπανάται περιττή ενέργεια στη μετακίνηση από σχολείο σε σχολείο»...
Σχετικά με την ανώτατη εκπαίδευση δεν αναφέρεται ονομαστικά η συγχώνευση που είχε εξαγγείλει ο πρωθυπουργός για τα ΤΕΙ Αθήνας και Πειραιά, προλειαίνεται όμως το έδαφος για εκτεταμένες συγχωνεύσεις τύπου σχεδίου «Αθηνά», αφού προβλέπεται: «Η αξιολόγηση και ο επαναπροσδιορισμός του ρόλου των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη διαμόρφωση του Ενιαίου Χώρου, συμπεριλαμβανομένης της διοικητικής δομής τους. Η προγραμματική ενοποίηση και η βελτιστοποίηση ιδρυμάτων». Τη διαδικασία αυτή μάλιστα, θα παρακολουθεί ο υπουργός Παιδείας σε συνεργασία με τα Περιφερειακά Ακαδημαϊκά Συμβούλια (όπου συμμετέχουν εκπρόσωποι επιμελητηρίων και επιχειρήσεων) και την ΑΔΙΠ και δίνει έναν ορίζοντα διετίας για τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων. «Εάν υπάρχουν Τμήματα στο οποία δεν υπάρχουν ευκαιρίες για σπουδές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τα προγράμματα σπουδών θα πρέπει να προσαρμοστούν στην απαιτούμενη διάρκεια σπουδών και τον τύπο του πτυχίου που παρέχεται», σημειώνεται χαρακτηριστικά δείχνοντας ότι κάποια ιδρύματα/Τμήματα θα περάσουν στη σφαίρα της κατάρτισης. Σαφές κριτήριο που αναφέρεται για αυτή τη διαδικασία αναδιοργάνωσης των ιδρυμάτων είναι ότι «θα πρέπει σε όλες τις περιπτώσεις να διασφαλίζεται η βιωσιμότητα των Ιδρυμάτων», παραπέμποντας σε πρακτικές αυτοχρηματοδότησης, ανταποδοτικότητας και αναζήτησης χορηγιών και συμπράξεων με επιχειρήσεις, ενώ στο ίδιο πνεύμα, γίνεται λόγος για «καλύτερη αξιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μέσω καλύτερης διοίκησης και επαγγελματικής διαχείρισης»...
Παράλληλα (σε επιβεβαίωση των διετών προγραμμάτων που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός για το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αθήνας, το προερχόμενο από τα ΤΕΙ Αθήνας και Πειραιά) προβλέπεται: «Αναβάθμιση του καθεστώτος των ΙΕΚ μέσω της συνεργασίας με τα ΑΕΙ στο πλαίσιο του Ενιαίου Χώρου για την Ανώτατη Εκπαίδευση και την Έρευνα».