ANAKΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΟΛΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

 Εν μέσω πανδημίας, με άλλα σχολεία κλειστά και άλλα ανοιχτά και την εξ αποστάσεως διδασκαλία, παρά τις τεράστιες προσπάθειες των εκπαιδευτικών, να έχει αποτύχει, (οι έρευνες απέδειξαν τον αποκλεισμό χιλιάδων μαθητών/τριων από τη διαδικασία,  το άγχος και την ψυχική εξάντληση που προκλήθηκαν στους/στις μαθητές/τριες καθώς και τη δυσκολία/αδυναμία εμπέδωσης της ύλης που διδάχθηκε εξ αποστάσεως) το Υπουργείο Παιδείας προχώρησε στην έκδοση Υπουργικής Απόφασης (Υ.Α.) με ΦΕΚ 140/20-1-2021 και τίτλο: «Συλλογικός προγραμματισμός, εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση των σχολικών μονάδων ως προς το εκπαιδευτικό τους έργο». Το ΥΠΑΙΘ αποδεικνύει άλλη μία φορά πως βρίσκεται εκτός εκπαιδευτικής πραγματικότητας, καθώς φαίνεται να αγνοεί τα σοβαρά προβλήματα που προκάλεσε η πανδημία στην εκπαίδευση, προβλήματα που λειτουργούν σωρευτικά στα ήδη υφιστάμενα.

Κανένα μέτρο δεν έλαβε για την υγειονομική προστασία των σχολείων, καμία στήριξη των εκπαιδευτικών και των μαθητών στην ΕξΑΕ, καμία διάθεση να υλοποιήσει πολιτικές για να αντιμετωπιστούν τα πάγια προβλήματα των δημόσιων σχολείων (υποστελέχωση, υποχρηματοδότηση, έλλειψη υποδομών κλπ). Το ξαφνικό ενδιαφέρον για την «βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου» μέσω αξιολόγησης και μάλιστα στο μέσο του σχολικού έτους από ένα υπουργείο που κανένα από τα μείζονα προβλήματα της δημόσιας εκπαίδευσης δεν προσπάθησε να επιλύσει είναι τουλάχιστον υποκριτικό.

Η προσπάθεια εφαρμογής της συγκεκριμένης Υ.Α. αποσκοπεί στη μεταβίβαση της ευθύνης για όλα τα προβλήματα στους ίδιους τους γονείς, τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς και στην κατηγοριοποίηση και τον ταξικό διαχωρισμό της εκπαίδευσης, επιλογή η οποία θα οδηγήσει στην περαιτέρω  υποβάθμιση του δημόσιου σχολείου. Η διεθνής εμπειρία αποδεικνύει ότι στα «αξιολογημένα» σχολεία των χωρών, όπου εφαρμόστηκε η αξιολόγηση, ο λειτουργικός αναλφαβητισμός, η σχολική διαρροή, οι ταξικοί φραγμοί και η πολυκατηγοριοποίηση των σχολικών μονάδων αυξήθηκαν δραματικά.

Είναι σαφές ότι η επιλογή αυτή αποσκοπεί στην διαμόρφωση ενός οδικού χάρτη μετασχηματισμού του εκπαιδευτικού τοπίου με κυρίαρχο χαρακτηριστικό τον αποχαρακτηρισμό της παιδείας από δημόσιο αγαθό.

Δηλώνουμε την αντίθεσή μας στους σχεδιασμούς της κυβέρνησης για αξιολόγηση της σχολικής μονάδας και για ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, που θα ακολουθήσει το Σεπτέμβρη, αφού το Υπουργείο Παιδείας έχει δημόσια δηλώσει ότι, το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα θα φέρει στη Βουλή σχετικό νόμο.

Στο θεσμικό πλαίσιο, όπως διαμορφώνεται από το ν.4692/20 και την Υ.Α. 6603/ΓΔ4 (ΦΕΚ 140/τ.Β΄/20-1-2021) προβλέπονται τα εξής:

  • Εσωτερική αξιολόγηση που πραγματοποιείται από ειδικές συνεδριάσεις του συλλόγου, αποτιμάται «τεκμηριωμένα» με τετράβαθμη κλίμακα (1-4), συμπληρώνεται/καταχωρίζεται σε ειδική πλατφόρμα του ΙΕΠ και αναρτάται στην ιστοσελίδα του σχολείου.
  • Εξωτερική αξιολόγηση από τον Συντονιστή Εκπαιδευτικού Έργου για την κάθε σχολική μονάδα που καταχωρίζεται επίσης στην ειδική πλατφόρμα του ΙΕΠ με «τεκμηριωμένη» αποτίμηση της σχολικής μονάδας στους επιμέρους άξονες σε δεκάβαθμη κλίμακα.
  • Οι εκθέσεις αξιολόγησης περιλαμβάνουν και την αντίστοιχη τεκμηρίωση που πρέπει να δικαιολογεί τον κάθε δείκτη, ανοίγοντας το δρόμο για την «ενοχοποίηση» των σχολείων με βάση ακόμα και τις βαθμολογικές επιδόσεις των μαθητών, παραβλέποντας κάθε κοινωνικοοικονομικό παράγοντα που επηρεάζει τις μαθητικές επιδόσεις.
  • Εξωτερική αξιολόγηση από τα ΠΕΚΕΣ σε περιφερειακό και από την ΑΔΙΠΠΔΕ, που επανέρχεται ως αξιολογητής, σε εθνικό επίπεδο και καταχώρισή τους στις πλατφόρμες του ΙΕΠ
  • Οι άξονες επί των οποίων θα γίνεται η αξιολόγηση εκτός από τα ωραιοποιημένα λόγια περί βελτίωσης διάφορων πτυχών της παιδαγωγικής και διοικητικής λειτουργίας των σχολείων δεν περιλαμβάνει κανέναν δείκτη που να αποτιμά τις αντικειμενικές δυσκολίες που προκύπτουν με αποκλειστική ευθύνη του ΥΠΑΙΘ: καθυστέρηση κάλυψης κενών εκπαιδευτικών, υποστελέχωση, έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής, μειωμένη χρηματοδότηση, αναχρονιστικά εγχειρίδια, προβλήματα στα αναλυτικά προγράμματα κλπ.
  • Αξιολόγηση και για την ανάληψη «επιμορφωτικών πρωτοβουλιών του σχολείου» εναποθέτοντας την ευθύνη της επιμόρφωσης στην ίδια τη σχολική μονάδα και τον εκπαιδευτικό, και απαλλάσσοντας από αυτήν το ΥΠΑΙΘ και εντείνοντας τον ανταγωνισμό μεταξύ των σχολικών μονάδων αλλά και των ίδιων των εκπαιδευτικών μεταξύ τους.
  • Οι εκθέσεις αξιολόγησης συντάσσονται υποχρεωτικά στην ειδική πλατφόρμα του ΙΕΠ και κανένας άξονας δεν θεωρείται προαιρετικός.
  • Τακτικές συνεδριάσεις των συλλόγων για την υλοποίηση του προγραμματισμού «με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο», γεγονός που ανοίγει τον δρόμο για παραβίαση του ωραρίου με ενδεχόμενες συνεδριάσεις εκτός ωραρίου.

Οι ποσοτικές κλίμακες μέτρησης αλλά και η δημοσιοποίηση των εκθέσεων σε ιστοσελίδες και πλατφόρμες αποσκοπούν στη δημόσια σύγκριση των σχολικών μονάδων και στην κατηγοριοποίηση τους. Οι συνέπειες της κατηγοριοποίησης των σχολείων είναι γνωστές με βάση και τη διεθνή εμπειρία: συγχωνεύσεις και καταργήσεις σχολικών μονάδων, περαιτέρω υποχρηματοδότηση ανάλογη με τα αποτελέσματα της αξιολόγησης, γονεϊκή επιλογή κλπ.

Οι δε δείκτες της λεγόμενης εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης (48 τον αριθμό!) είναι αποκαλυπτικοί:

  • Σε ένα δημόσιο σχολείο υποστελεχωμένο, με τη λειτουργία του να βασίζεται σε 50.000 συμβασιούχους, θα αξιολογείται η «αποτελεσματική αξιοποίηση του προσωπικού». Δηλαδή το πως θα καλύπτονται τα κενά εκ των ενόντων, το πως θα κυριαρχούν όροι απόλυτα ελαστικών μορφών εργασίας με αποτέλεσμα την σύνθλιψη των εργασιακών δικαιωμάτων, τον μετασχηματισμό των εκπαιδευτικών σε ένα «πολυεξάρτημα» για κάθε εκπαιδευτική χρήση καθώς θα καταλήγουν να διδάσκουν άσχετα με την ειδικότητά τους μαθήματα.
  • Σε ένα δημόσιο σχολείο υποχρηματοδούμενο θα αξιολογείται η «ικανότητα διαχείρισης των οικονομικών πόρων». Δηλαδή πώς θα γίνεται περιορισμός δαπανών, πώς θα βάζουν πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη οι γονείς, πώς θα αναζητούνται χορηγοί.
  • Σε ένα δημόσιο σχολείο με ακατάλληλες υποδομές, με αίθουσες κλουβιά και χιλιάδες μαθητές σε κοντέινερς, θα αξιολογείται «η αξιοποίηση των σχολικών υποδομών», αλλά και ο εμπλουτισμός και εκσυγχρονισμός τους, μετατοπίζοντας την ευθύνη των υποδομών στους  Συλλόγους Διδασκόντων.
  • Το ΥΠΑΙΘ που άφησε τους εκπαιδευτικούς, τους γονείς και τους μαθητές να τα βγάλουν πέρα εντελώς μόνοι με τα προβλήματα της πανδημίας και της τηλεκπαίδευσης (προβληματικό δίκτυο, απουσία επιμόρφωσης, απουσία υγειονομικών μέτρων, μη παροχή εξοπλισμού κλπ.), καλεί τώρα τις σχολικές μονάδες να αξιολογήσουν το έργο τους.
  • Το ΥΠΑΙΘ που εγκατέλειψε τα παιδιά πρόσφυγες στη μοίρα τους ζητά τώρα να αξιολογηθούν τα σχολεία για την υποστήριξή τους.
  • Το ΥΠΑΙΘ που πίεσε με αυταρχισμό και απειλές τους εκπαιδευτικούς να βαθμολογήσουν κανονικά τους μαθητές εν μέσω πανδημίας  τώρα θέλει να τους αξιολογήσει για το αν εφάρμοσαν εναλλακτικές μορφές αξιολόγησης.
  • Το ΥΠΑΙΘ που θέλησε να μετατρέψει τους εκπαιδευτικούς σε καταδότες των μαθητών που συμμετείχαν στις καταλήψεις, τώρα θέλει να τους αξιολογήσει για το αν προάγουν το παιδαγωγικό και συνεργατικό κλίμα.
  • Το ΥΠΑΙΘ που κατήργησε μαθήματα κοινωνικών επιστημών, καλλιτεχνικής παιδείας και άλλα, σε μια εποχή που η ανάγκη για στέρεη γνώση και ολόπλευρη μόρφωση είναι αδήριτη, απαιτεί να αξιολογείται η καλλιέργεια κριτικής σκέψης και ήπιων δεξιοτήτων στους μαθητές

Καθοδηγητικό νήμα των κυβερνητικών σχεδιασμών αποτελούν οι εκθέσεις της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ αλλά και οι διαπιστώσεις της έκθεσης Πισσαρίδη για την εκπαίδευση, που επισημαίνουν ως κομβικό πρόβλημα την «Έλλειψη αξιολόγησης των εκπαιδευτικών δομών και του εκπαιδευτικού προσωπικού». Η έκθεση Πισσαρίδη προτείνει συγκεκριμένα για την αντιμετώπιση της παραπάνω «αγκύλωσης» τα εξής: «Συνεχής αξιολόγηση με βάση κριτήρια όπως οι επιδόσεις των μαθητών, το ποσοστό εισαγωγής των μαθητών στα Πανεπιστήμια, οι ειδικές προκλήσεις κάθε σχολείου. Σύνδεση της χρηματοδότησης των σχολείων με την επίτευξη εκπαιδευτικών στόχων. Δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων των αξιολογήσεων και σύγκριση μεταξύ των σχολείων με αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών «διαχείρισης μεγάλων δεδομένων» (big data)». Το περιεχόμενο και οι στοχεύσεις της «εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης» του ν.4692/20 κινούνται στο πλαίσιο των παραπάνω κατευθύνσεων και προσπαθούν να επιβάλουν την «κουλτούρα» της αξιολόγησης.

Η κυβερνητική επιχειρηματολογία ότι: «η αξιολόγηση έχει σκοπό τη βελτίωση της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου και την αναβάθμιση της παρεχόμενης εκπαίδευσης» είναι παραπλανητική και υποκριτική! Γνωρίζουμε άλλωστε από «πρώτο χέρι», γονείς και εκπαιδευτικοί, τα «έργα και τις ημέρες» της κυβέρνησης. Αν η κυβέρνηση και το Υπουργείο Παιδείας είχαν πρόθεση να στηρίξουν τη λειτουργία των σχολείων και να βοηθήσουν στην «αναβάθμιση του εκπαιδευτικού έργου» θα είχαν ικανοποιήσει τις δίκαιες διεκδικήσεις των εκπαιδευτικών σωματείων, των γονιών και των μαθητών και θα είχαν πάρει μέτρα για τη λειτουργία των σχολείων με ασφάλεια και υγιεινή.

Οι χιλιάδες εκπαιδευτικοί που ζούμε και αναπνέουμε καθημερινά μέσα στα σχολεία, που βιώνουμε και οι ίδιοι μαζί με τους μαθητές μας τα άγχη και τις αγωνίες των γονιών για το μέλλον και την πρόοδο των παιδιών τους είμαστε οι πρώτοι που παλεύουμε για ένα «ποιοτικό και αναβαθμισμένο σχολείο» για όλα τα παιδιά.

Οι εκπαιδευτικοί καθημερινά εξετάζουμε κριτικά και αυτοκριτικά τη δουλειά μας, τον τρόπο που κάνουμε το μάθημα και προσπαθούμε με πενιχρά μέσα και χωρίς καμία στήριξη να δώσουμε ό,τι καλύτερο στους μαθητές μας. Στα σχολεία μας οι Σύλλογοι Διδασκόντων και οι εκπαιδευτικοί σχεδιάζουμε, κρίνουμε, αναπροσαρμόζουμε τον τρόπο που κάνουμε το μάθημα.

Τους μήνες της υποχρεωτικής αναστολής λειτουργίας των σχολείων χωρίς καμία στήριξη, χωρίς τεχνολογικά μέσα και επιστημονική καθοδήγηση κρατήσαμε ανοιχτή την εκπαιδευτική διαδικασία, παρότι σε καμία περίπτωση η εξ αποστάσεως διδασκαλία δε μπορεί να συγκριθεί, όπως αποδείχτηκε, με τη δια ζώσης διδασκαλία.

Τι κάνει η κυβέρνηση και το Υπουργείο Παιδείας για να στηρίξει στην πράξη τη δουλειά του εκπαιδευτικού; Κυριολεκτικά τίποτα! Κυβέρνηση και Υπουργείο Παιδείας 10 μήνες τώρα αξιοποιούν την πανδημία και ψηφίζουν το ένα νομοσχέδιο μετά το άλλο. Τσακίζουν όλο και πιο πολύ τα μορφωτικά δικαιώματα των μαθητών, κάνουν λάστιχο τα εργασιακά δικαιώματα των εκπαιδευτικών.   

Ο κλάδος έχει πλούσια πείρα!

Ο αγώνας για την αποτροπή του Π.Δ. 152 (αξιολόγηση εκπαιδευτικών), του ν. 4024/2011 (αξιολόγηση, προαγωγή, βαθμολογική εξέλιξη), το μπλοκάρισμα της «αξιολόγησης» στο Δημόσιο, με καθολική αποχή των εργαζομένων, αποτελούν σημαντικές παρακαταθήκες, που δείχνουν το δρόμο για την αντιμετώπιση της νέας προσπάθειας από την κυβέρνηση της ΝΔ να εφαρμόσει μία αξιολόγηση, που μόνο στόχο έχει την ενοχοποίηση των εκπαιδευτικών και των σχολείων για όλα τα προβλήματα της δημόσιας εκπαίδευσης. Όπως ακυρώσαμε στην πράξη τις ρυθμίσεις για τις κάμερες στην τάξη, αποδομώντας τις παιδαγωγικά και σε επίπεδο κοινωνίας, όπως απονομιμοποιήσαμε τις πραξικοπηματικές μεθοδεύσεις της κυβέρνησης με τις εκλογές – παρωδία για τα Υπηρεσιακά Συμβούλια, με αποχή της τάξης του  93%, έτσι και τώρα μπορούμε να ορθώσουμε φραγμούς τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς.

Το ΔΣ της ΟΛΜΕ, υλοποιώντας την απόφαση της Γ.Σ. των Προέδρων των ΕΛΜΕ, ανέθεσε σε νομικό την σύνταξη και κατάθεση του απαιτούμενου εξωδίκου προς το ΥΠΑΙΘ, αμέσως μετά την έκδοση της σχετικής ΥΑ, όπως ακριβώς όριζε η απόφαση της ΓΣ.  Στις 8.02.21 η νομικός της Ομοσπονδίας κατέθεσε επισήμως το εξώδικο, με το οποίο η ΟΛΜΕ προκηρύσσει απεργία αποχή από τις διαδικασίες αξιολόγησης / αυτοαξιολόγησης σχολικών μονάδων που προβλέπονται από τον νόμο 4692/2020 (ΦΕΚ 12 Ιουνίου 2020) και συγκεκριμένα τα άρθρα 33, 34, 35, 36 καθώς και την Υ.Α. 6603/ΓΔ4 (ΦΕΚ 140 20/01/2021).  Υπενθυμίζουμε ότι η απεργία αποχή θα είναι σε ισχύ μετά την παρέλευση 4 πλήρων ημερών από την κατάθεση του εξωδίκου.

Συμμετέχουμε μαζικά στην απεργία – αποχή της ΟΛΜΕ

Καλούμε τις ΕΛΜΕ να ενημερώσουν τους Συλλόγους Διδασκόντων και να οργανώσουν με όλα τα μέσα την υλοποίηση της απόφασης για την απεργία – αποχή.

Καλούμε τους συναδέλφους να συμμετάσχουν μαζικά στην απεργία – αποχή της ΟΛΜΕ, απέχοντας από κάθε διαδικασία που προβλέπεται στην σχετική Υ.Α.

Καλούμε τα στελέχη εκπαίδευσης (Διευθυντές/τριες σχολείων, Συντονιστές/τριες Εκπαιδευτικού Έργου κ.τ.λ.) να συνταχθούν με την απόφαση της ΟΛΜΕ και να συμμετάσχουν στην απεργία – αποχή.

Καλούμε τον κλάδο να απορρίψει τους σχεδιασμούς της κυβερνητικής πλειοψηφίας, να αντιτάξει παιδαγωγικά, κοινωνικά και ιδεολογικά επιχειρήματα και να αναπτύξει πρωτοβουλίες σε επίπεδο συλλογικών δράσεων που θα απονομιμοποίησουν στη συνείδηση της κοινωνίας και του κόσμου της εκπαίδευσης την επιχειρούμενη προσπάθεια χειραγώγησης.

 ΕΝΩΜΕΝΟΙ – ΣΥΣΠΕΙΡΩΜΕΝΟΙ ΣΤΑ ΣΩΜΑΤΕΙΑ ΜΑΣ
ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΚΑΙ ΑΥΤΗ ΤΗ ΦΟΡΑ ΝΑ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΟΥΜΕ.
ΤΟ ΧΡΩΣΤΑΜΕ ΣΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΤΟΥΣ.

 Σημειώνουμε τέλος, ότι η ως αποχή των εκπαιδευτικών από συγκεκριμένα καθήκοντα, προβλέπεται από τις διατάξεις του ν.1264/1982, όπως αυτές έχουν ερμηνευτεί από το αρμόδια Δικαστήρια (όλως ενδεικτικώς Δ.Εφ. 486/1995 κ.α.) και συνιστά απολύτως νόμιμη μορφή συνδικαλιστικής δράσης, αναγνωριζόμενη ως μορφή απεργίας. Η απεργία – αποχή χρησιμοποιήθηκε από την ΑΔΕΔΥ σε όλο το Δημόσιο με μεγάλη επιτυχία και καθολική συμμετοχή των εργαζομένων.